Tὸ κεßμενον, τὸ ὁποῖον ἀκολουθεῖ, ἐδημοσιεýθη

εἰς δýο συνεχεßας

εἰς τὴν ἑβδομαδιαßαν ἐφημερßδα «ΤΟ ΠΑΡΟΝ»,

φýλλα τῆς 10ης καὶ 17ης Ὀκτωβρßου 2010.

 

 

 

ΧΡΗΣΤΟY Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗ

 

*******

 

ΑΝΑΣΚΕΥΗ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΩΝ ΑΣΤΟΧΗΜΑΤΩΝ

«Ρωμηοß» - Ἑλληνισμὸς καὶ Ὀρθοδοξßα - ἘκκλησιαστικÜ -

Ἡ νεο- ὀθωμανικὴ ἀπειλÞ.

 

1.-  Εἰς τὸ δημοσιευθὲν εἰς ΤΟ ΠΑΡΟΝ τῆς 12ης Σεπτεμβρßου ἐ. ἔ. ἄρθρον μου ὑπὸ τὸν τßτλον «Ἑλληνικὴ Αὐτοσυνειδησßα καὶ Ἐθνικὴ Ἀνüρθωσις» ἐσημεßωσα, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι οἱ ὀνομασßες «ρωμηὸς» καὶ «ρωμηοσýνη» εἶναι ἀποβλητÝες ἀπὸ τὸ λεξιλüγιü μας ὡς ἐθνικῶς ἀπαρÜδεκτες, διüτι, - ὀφειλüμενες στὴν ἀπονομὴ τῆς ἰδιüτητος τοῦ ρωμαßου πολßτου ἀπὸ τὸν Ρωμαῖο ΑὐτοκρÜτορα ΚαρακÜλλα τὸ 212 μ.Χ. σὲ ὅλους τοὺς ὑποδοýλους τüτε λαοὺς τῆς Ἀνατολῆς, -  ἁπλῶς διαιωνßζουν μüνον τὴν ἀνÜμνησι τῶν χρüνων τῆς ὑπὸ ρωμαúκὴν κυριαρχßαν δουλεßας μας. Ἤδη ἐναντßον τῆς αὐτονοÞτου αὐτῆς θÝσεως, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ ἀμφισβητῆται ἡ προÝλευσις αὐτὴ τῶν δýο ὀνομασιῶν, προβÜλλονται ἀντιρρÞσεις μὲ τὰ καταχωριζüμενα ἀνωτÝρω, εἰς τὸ φιλüξενο «ΠΑΡΟΝ», ἄρθρα τῶν κ.κ. Χρßστου ΔÜλκου, Καθηγητοῦ Φιλολογßας, καὶ π. Γεωργßου Δ. Μεταλληνοῦ, Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημßου Ἀθηνῶν. ἘπιβÜλλεται λοιπὸν τþρα ἡ ἀνασκευὴ τῶν ἀντιρ- ρÞσεων αὐτῶν. Δυστυχῶς, αὐτὴ εἶναι ἡ μοῖρα τοῦ ἀνθρωπßνου λüγου. Πολλὲς φορὲς καὶ τὰ αὐτονüητα χρειÜζονται ἐπεξηγÞσεις !

 

 

A´.-

 ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΩΣ ´´ΡΩΜΗΩΝ´´

Ἡ ὀνομασßα ´´Ἕλλην´´ δὲν ἄλλαξε ποτὲ τὴν σημασßα της.

 

2.-  Ὁ κ. Χρῖστος ΔÜλκος εἰς τὸ πρÜγματι ἀξιοπρüσεκτο ἄρθρο του «Γιὰ μιὰ πραγματικὴ ἐθνικὴ πολιτισμικὴ στρατηγικÞ», μὲ ἔκδηλη τὴν ἐκ τῶν προτÝρων, προτοῦ νὰ τὸ διαβÜσῃ, ἀρνητικὴ προκατÜληψι γιὰ τὸ ἄρθρο μου, Üφοῦ τονßζει κατὰ λÝξιν, ὅτι «ὀφεßλουμε νὰ παραδεχθοῦμε, ὅτι θÝτει τὰ πρÜγματα στὶς θεμελιþδεις τους διαστÜσεις, δηλ. ὡς προβλÞματα κατ’ἐξοχὴν ἰδεῶν, ἐθνικῆς αὐτογνωσßας καὶ γλþσσας», μüνον παρενθετικῶς σημειþνει, ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχῃ κÜποιος ἐνστÜσεις ἐπὶ τοῦ ἰδικοῦ μου ἄρθρου «γιὰ ἐπὶ μÝρους ζητÞματα, ὅπως π.χ. τὴν ἀπüρριψη τῶν ὀνομασιῶν ´´ρωμηüς´´, ´´ρωμηοσýνη´´, τὶς ὁποῖες καθαγßασε ἡ ´´Ρωμηοσýνη´´ τοῦ Ρßτσου ἢ τὸ ποντιακὸ δημοτικὸ τραγοῦδι γιὰ τὴν ´´ Ρωμανßα´´ ποὺ ‘’ἀνθεῖ καὶ φÝρει κι ἄλλο´´ κ.λπ». Καὶ ἡ μὲν προκατÜληψις, ποὺ ἐμφανßζει ὡς κατὰ συγκατÜβασιν (παραχþρησιν ! ) τὴν συμφωνßα του μὲ τὰ γραφüμενÜ μου, εἶναι θÝμα ψυχισμοῦ τοῦ καθενüς, πÜντως δὲν ἠμπορεῖ νὰ χαρακτηρßζῃ ἕνα συνετὸ συζητητÞ. Κατὰ τὰ λοιπÜ, εἶναι φανερü, ὅτι μüνον ἐπὶ τῆς ὡς παρÜδειγμα φερομÝνης γιὰ τὶς ὀνομασßες «ρωμηὸς» καὶ «ρωμηοσýνη» ἐνστÜσεþς του χρειÜζεται νὰ ἀπαντÞσω, μὴ δυνÜμενος φυσικὰ νὰ φαντασθῶ ἄλλες, μὴ διατυποýμενες, «ἐνστÜσεις» τοῦ ἀρθρογρÜφου.

 

3.- Ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ νὰ θεωρῶ, ὅτι ἡ ὑπὸ τοῦ κ. ΔÜλκου ἐπßκλησις τοῦ Ρßτσου τοὐλÜχιστον δὲν ὠφελεῖ. Θὰ ἠμποροῦσα καὶ ἐγþ, νὰ ἐπικαλεσθῶ τὸν Ρßτσον  πρὸς ἐπßρρωσιν ἄλλου σημεßου τοῦ ἄρθρου μου. ΣυγκεκριμÝνως συνο-μιλßα μου μαζß του, ὅταν καθιερþθηκε τὸ θρηνητικὸ μονοτονικü, κατὰ τὴν ὁποßα μὲ ἀγανÜκτησι μοῦ ἐτüνισε : «ἐγὼ δὲν ἐγκαταλεßπω τὰ στολßδια τῆς γλþσσας μας (ἐννοῶν τοὺς τüνους καὶ τὰ πνεýματα), γιατὶ τὸ θÝλησαν μερικοὶ ἀνüητοι καὶ ἀμαθεῖς»· καὶ εἶναι γνωστü, ὅτι πρÜγματι μÝχρι τῆς τελευτῆς του ὁ Ρßτσος ἐχρησιμοποιοῦσε στὴν γραφÞ του τὰ στολßδια αὐτÜ. Καὶ δὲν τὸν ἐπικαλÝσθηκα γιὰ λüγους ἀρχῆς. Διüτι, ὅπως σὲ ὅλα, καὶ τοὺς ἀνθρþπους δὲν θὰ πρÝπει νὰ ἀποτιμοῦμε ἀπὸ προσκομιδῆς μÝρους, ὅπως ἔλεγαν οἱ βυζαντινοὶ πρüγονοß μας, καὶ νὰ καρποýμεθα ἀπὸ αὐτοὺς μüνον ὅσα μᾶς συμφÝρουν, ἀγνοοῦντες ἢ ἀπορρßπτοντες τὰ λοιπὰ ἐνεργÞματÜ τους. Καὶ μÜλιστα, ὅταν πρüκειται γιὰ τοὺς πνευματικοýς μας ταγοýς. Μüνον ὅταν ἡ θεþρησις λüγων καὶ ἔργων στὸ σýνολü τους εἶναι θετικÞ, καθßσταται ἀξιüπιστη, ἑπομÝνως χρÞσιμη καὶ ὠφÝλιμη, οἱαδÞποτε ἐπὶ μÝρους ἐπßκλησις. Καß, δυστυχῶς ἐν προκειμÝνῳ, ἡ ἀπροκατÜ-ληπτη θεþρησις γιὰ τὸν ὄντως ἐξαßρετο ποιητὴ ΓιÜννη Ρßτσο δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι θετικÞ, ἀφοῦ ἐξýμνησε μὲ ποßημÜ του ἐμετικῶς καὶ αὐτὸν τὸν ΣτÜλιν !  Ἕνα ἀπὸ τοὺς στυγερþτερους ἐγκληματßες τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ποὺ ἔσυρε στὸν θÜνατο δεκÜδες ἑκατομμυρßων συνανθρþπων μας. Δὲν ἠμπορεῖ λοιπὸν τÝτοια γραφßδα νὰ ... « καθαγιÜσῃ τὴν ´´Ρωμηοσýνη´´», ἀφοῦ «καθαγßασε» καὶ ἕνα ΣτÜλιν ! ... Ἄχρηστη ἑπομÝνως καὶ ἡ ἐπßκλησß της.

 

4.-  Ὡς πρὸς τὸ ἄλλο ὑπὸ τοῦ κ. ΔÜλκου ἐπικαλοýμενο στοιχεῖο, ὄντως ἡ ποντιακὴ δημþδης ποßησις ἐθρÞνησε τὴν ἅλωσι τῆς Τραπεζοῦντος τὸ 1461 ἀπὸ τοὺς Τοýρκους καὶ τὴν διÜλυσι τοῦ κρÜτους της μὲ τὴν συγκινητικþτατη ἀποστροφÞ : «Ἀλλοὶ ἐμᾶς καὶ βÜú ἐμᾶς, πÜρθεν ἡ Ρωμανßα, / μοιρολογοῦν τὰ ἐκκλησιÜς, κλαῖγνε τὰ μοναστÞρια / κι ἂú ΓιÜννες ὁ Χρυσüστομον κλαßει, δερνοκοπιÝται, / - Μὴν κλαῖς, Ἄú ΓιÜννη μου, καὶ μὴ δερνοκοπιÝσαι, / Ἡ Ρωμανßα κι ἂν πÝρασεν, ἀνθεῖ καὶ φÝρει κι ἄλλο ». Ὅμως στοιχειþδης ἱστορικὴ προσÝγγισις τῶν περιστÜσεων ἀφαιρεῖ λογικῶς κÜθε δυνατüτητα ἐπικλÞσεþς του πρὸς διαιþνισι τþρα τῆς ὀνομασßας τῶν ἙλλÞνων ὡς «ρωμηῶν».

ΠρÜγματι, καὶ μετὰ τὴν μεταφορὰ τῆς πρωτευοýσης τοῦ Ρωμαúκοῦ ΚρÜτους στὴν Κωνσταντινοýπολι, καὶ μετὰ τὴν διαßρεσß του σὲ δυτικὸ καὶ ἀνατολικü, ἀκüμη καὶ μετὰ τὴν κατÜλυσι ἀπὸ γερμανικὰ φῦλα τοῦ δυτικοῦ Ρωμαúκοῦ κρÜτους τὸ 476 μ.Χ., ἡ ἀδιαφιλονεικÞτως κρατοῦσα πολιτικὴ θεωρßα ἦτο ἡ τοῦ ἑνιαßου Ρωμαúκοῦ κρÜτους, ἐνσαρκουμÝνου στὸ διασῳζüμενο ἀνατολικὸ τμῆμα του. Τὸ ὁποῖο μὲ τὴν διατÞρησι τῆς ὀνομασßας ὡς Ρωμαúκῆς Αὐτοκρατορßας  καὶ ἐνεκολποῦτο τὴν αἴγλην τοῦ ἐνδüξου παρελθüντος της. Ὁ Ἰουστινιανüς, ἀπὸ τὴν ἰδÝαν ἀκριβῶς αὐτὴν τοῦ ἑνιαßου ρωμαúκοῦ κρÜτους ἐμπνεüμενος, ἐπεχεßρησε τὴν ἀνÜκτησι τοῦ δυτικοῦ τμÞματüς του μὲ τὶς ἀτυχεῖς, καταστρεπτικὲς ἐκστρατεῖες του κατὰ τῶν Γüτθων στὴν Ἰταλßα. Εἶναι χαρα-κτηριστικü, ὅτι καὶ οἱ Γερμανοὶ ἡγεμüνες ἀναγνωρßζουν τὸν αὐτοκρÜτορα τοῦ Ρωμαúκοῦ ΚρÜτους, τὸν ἑδρεýοντα στὴν Κωνσταντινοýπολι καὶ κüπτουν μÜλιστα νομßσματα μὲ τὸ ὄνομÜ του. Καὶ ἡ ἐκλογὴ τοῦ ΠÜπα μÝχρι τοῦ Γρηγορßου τοῦ Γ´ (731), γιὰ νὰ ἰσχýῃ, ἐπικυρþνεται  ἀπὸ τὸν ΑὐτοκρÜτορα τοῦ Βυζαντßου.

Ἀκüμη καὶ ὁ ΚαρλομÜγνος (ΚÜρολος ΜÝγας, 768-814), τὸν ὁποῖον ΓÜλλοι καὶ Γερμανοὶ διεκδικοῦν, ἐρßζοντες, ὡς ἰδικüν των, κυρßαρχος μὲ τοὺς κατακτητικοὺς πολÝμους του τῶν ἐδαφῶν τοῦ δυτικοῦ τμÞματος τῆς Αὐτοκρατορßας, ἐπεδßωξε τὴν οἰκειοποßησι τῆς ἰδιüτητος τοῦ Ρωμαßου ΑὐτοκρÜτορος, προκειμÝνου νὰ ἀπορροφÞσῃ ὡς δικαιοῦχος καὶ τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα της. Ἡ προσπÜθεια μüνον μερικῶς ἐπÝτυχε μὲ τὴν στÝψι του ἀπὸ τὸν ΠÜπα τὰ Χριστοýγεννα τοῦ 800 ὡς ΑὐτοκρÜτορος, ΚυβερνÞτου τοῦ Ρωμαúκοῦ ΚρÜτους (imperator, Romanum gubernans imperium). Ἀλλὰ προσκαßρως, διüτι μὲ τὴν ἀντßδρασι τῆς Κωνσταντινουπüλεως εὑρÝθη τελικῶς συμβιβαστικὴ λýσις τὸ 812, ἐπὶ αὐτοκρÜτορος Μιχαὴλ ΡαγκαβÝ, μὲ τὴν ἀναγνþρισι τοῦ ΚαρλομÜγνου ἁπλῶς ὡς «ΒασιλÝως», χωρὶς ἀναφορὰ στὸ Ρωμαúκὸ ΚρÜτος, καὶ ἀντÜλλαγμα τὴν ἀπüδοσι τῆς Βενετßας, τὴν ὁποßα εἶχαν προηγουμÝνως, τὸ 810, καταλÜβει οἱ ΦρÜγκοι. Καὶ τοῦ λοιποῦ οἱ Βυζαντινοὶ ὀνομÜζουν τοὺς αὐτοκρÜτορÝς των «μεγÜλους βασιλεῖς» «αὐτοκρÜτορες καὶ βασιλεῖς» πρὸς διÜκρισß τους ἀπὸ τοὺς ΦρÜγκους. 

Ἡ δεσποτεßα τῆς αἴγλης αὐτῆς τοῦ ὀνüματος ἐπÝζησε καὶ μετὰ τὴν κατÜληψι τῆς Κωνσταντινουπüλεως μὲ τὴν Δ´Σταυροφορßα ἀπὸ τοὺς Λατßνους (1204) καὶ στὰ δημιουργηθÝντα μερικþτερα Ἑλληνικὰ Κρατßδια, τὸ Βασßλειο (Αὐτοκρατορßα) τῆς Νικαßας (1206-1261),-  τὸ Δεσποτᾶτο τῆς Ἠπεßρου (1204-1323),- τὴν Αὐτοκρατορßα τῆς Τραπεζοῦντος (1204-1461). Ἐπιβßωσις ὄχι μüνον στοὺς ἐπισÞμους κýκλους, ἀλλὰ καὶ τὴν λαúκὴ συνεßδησι. Γι’αὐτὸ καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, μὲ τὴν κατÜληψι ἀπὸ τοὺς Τοýρκους τῆς Τραπεζοῦντος καὶ τὴν κατÜλυσι τῆς Αὐτοκρατορßας της,  ἐθρÞνησαν, ὅπως ἀνωτÝρω,  τὴν πτῶσι τῆς «Ρωμανßας», χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ χρησιμοποιÞσουν ἢ διεκδικÞσουν γιὰ τὸν ἑαυτüν τους τὴν ὀνομασßα «Ρωμαῖοι» («ρωμηοß»). Ἡ ὁποßα καὶ εἶναι χαρακτηριστικü, ὅτι ἀπουσιÜζει ἀπὸ τὸν παρατεθÝντα θρῆνον.   

Πῶς λοιπüν, μὲ τÝτοια ἀδιαμφισβÞτητα ἱστορικὰ γεγονüτα, εἶναι λογικῶς δυνατü, νὰ γßνεται τþρα, ποὺ εἶναι παντελῶς διÜφορες οἱ περιστÜσεις, ἐπßκλησις τῆς, πρὸς συγκεκριμÝνον πολιτικὸν σκοπὸν τῆς πρὸ χιλßων καὶ πλÝον χρüνων ἐποχῆς, ὀνοματολογßας ἐκεßνης (ρωμαúκῆς αὐτοκρατορßας, ρωμανßας, κλπ.) πρὸς στÞριξι ὀνομασßας τῶν σημερινῶν ἙλλÞνων ὡς «ρωμηῶν» ;

 

5.-  Τὰ ἀνωτÝρω ἀνασκευÜζουν καταλυτικῶς καὶ τὴν ἐπιχειρουμÝνη «ἱστορικὴ» θεþρησι τοῦ ζητÞματος τῆς χρÞσεως ἢ ὄχι σÞμερα τῶν ὀνομασιῶν «ρωμηὸς» καὶ «ρωμηοσýνη» στὸ δημοσιευüμενο ἄρθρο τοῦ Καθηγητοῦ  π. Γεωργßου Μεταλληνοῦ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πλÝον σημαßνοντες κληρικοὺς τῆς Ὀρθοδüξου Ἐκκλησßας μας, σημειωτÝον μὲ πλοýσιο συγγραφικὸ καὶ ἄλλο ἔργον. Ὅμως ὁ ἐπὶ τοῦ θÝματος ἀντßλογüς του χαρακτηρßζεται ἀπὸ ἐκ προοιμßου ἀπαραδÝκτως καταφρονητικὴ ἀναφορὰ πρὸς τὴν ἄποψß μου καὶ ἐπßκλησι ὑπὲρ τῆς ἰδικῆς του ἐπιχειρημÜτων ἀνιστορÞτων, ἀσταθῶν ἢ καὶ ἀντιφατικῶν. Ἡ κατÜδειξις τῶν διανοητικῶν αὐτῶν ἀστοχημÜτων καὶ ἐπιβÜλλεται ἤδη.

 

6.-  Τὸ ἄρθρο  τοῦ π. Μεταλληνοῦ, συνετÜγη πρὸς ἀντßκρουσι τοῦ ἰδικοῦ μου. Ἐν τοýτοις δὲν σημειþνει τὴν πατρüτητα αὐτοῦ, δὲν καταδÝχεται νὰ μὲ μνημονεýσῃ, καὶ πρὸς ἐπßτασι τῆς καταφρονητικῆς ἀναφορᾶς ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τονßζει κατὰ λÝξιν, ὅτι «για το üνομα Ρωμηüς (=Ρωμαßος) υπÜρχει μεγÜλη σýγχυση, σ’εκεßνους φυσικÜ που ερασιτεχνικÜ ασχολοýνται με την ιστορßα, ενþ üσοι Ýχουν τις επιστημονικÝς προûποθÝσεις μποροýν να κατανοÞσουν την Ýννοια και ιστορικÞ σημασßα των εθνικþν μας ονομÜτων».  Ἐκ προοιμßου λοιπὸν ἡ ἐτυμηγορßα δßδεται, χωρὶς συζÞτησι ! Ἀπýθμενος περὶ ἑαυτοῦ μεγαλαυχßα τοῦ ταῦτα ὑποστηρßζοντος μὲ τὴν αὐτοκατÜταξß του σ’αὐτοýς, ποὺ ἔχουν τὶς «ἐπιστημονικὲς προûποθÝσεις» καὶ ἔτσι ἠμποροῦν μüνον αὐτοß, νὰ κατανοÞσουν τὴν ἔννοια καὶ τὴν σημασßα τῶν ἐθνικῶν μας ὀνομÜτων, καὶ ὄχι ἐμεῖς, οἱ περιλειπüμενοι, οἱ «ἐρασιτεχνικῶς μüνον ἀσχολοýμενοι μὲ τὴν Ἱστορßα», οἱ ὁποῖοι καὶ ἐκ τοῦ λüγου αὐτοῦ «φυσικÜ», δηλαδὴ ἀναγκαßως (!), περιπßπτουμε ἐπὶ τοῦ θÝματος σὲ μεγÜλη σýγχυσι !  Τὸ κριτÞριο λοιπὸν τῆς σωστῆς γνþσεως τοποθετεῖται ἀπὸ τὸν π. Μεταλληνὸ ὄχι στὴν οὐσßα τῶν ὑποστηριζομÝνων ἀπüψεων, ἀλλὰ στὴν φýσι τῆς ἐνασχολÞσεως τοῦ ἐκφÝροντος αὐτÝς : γνωρßζουν καὶ ὁμιλοῦν ἐπὶ τοῦ θÝματος σωστὰ μüνον οἱ κατ’ ἐπÜγγελμα ἀσχολοýμενοι, ἐνῷ ἀντιθÝτως οἱ ἐρασιτεχνικῶς ἐγκýπτοντες σ’αὐτὸ φυσικὰ καὶ διατελοῦν σὲ σýγχυσι, πλανῶνται !  ΤÝτοια διανοητικὴ ἐκτροπὴ δὲν χρειÜζεται εἰδικþτερη ἀπÜντησι. Ἡ σοβαρüτης ὅμως ἀπαιτεῖ σχετικῶς τὴν ὑπüμνησι δýο ἀληθειῶν. Πρῶτον, ὅτι στὶς θεωρητικὲς ἐπιστῆμες, καὶ μÜλιστα γιὰ τὴν γλῶσσα καὶ τὴν Ἱστορßα, δὲν χρειÜζεται ἰδιαιτÝρα ἐξειδßκευσις, ἡ γνῶσις δὲν ἀνÞκει ἀποκλει-στικῶς σὲ ὡρισμÝνους, τοὺς εἰδικῶς ἀσχολουμÝνους ἀπὸ καθÝδρας ἢ ἄλλως· ἀλλὰ ἠμπορεῖ νὰ ἀποκτηθῇ πλÞρης ἀπὸ ὅλους ἀδιακρßτως καὶ ἀκüμη νὰ ὑπÜρχῃ ἑδραιοτÝρα σὲ ἐρασιτεχνικῶς ἀσχολουμÝνους παρὰ στοὺς κατ’ἐπÜγγελμα. Δεýτερον, ὅτι  δὲν εἶναι σπÜνιες οἱ περιπτþσεις ἐρασιτεχνῶν, ποὺ ἀπεδεßχθησαν κραταιüτεροι καὶ τῶν εἰδικῶν ἐπιστημüνων :  ἂς θυμηθοῦμε π.χ., ὅτι τὴν Τροßα τὴν ἀνεκÜλυψαν ὄχι εἰδικοὶ ἀρχαιολüγοι, ἀλλὰ ὁ ἐρασιτÝχνης Σλῆμαν, ὁ ὁποῖος καὶ στὴν ἀνασκαφὴ τῶν Μυκηνῶν ἐπρþτευσε, ἐπßσης ὁ ἐρασιτÝχνης Ἔβανς ἀνεκÜλυψε τὸ ἀνÜκτορο τῆς Κνωσοῦ, ὄχι εἰδικοὶ ἀρχαιολüγοι, κλπ., κλπ. Ἐξηγεῖται ὅμως ἐπὶ τοῦ προκειμÝνου ἡ πρὸς τοὺς ἐρασιτÝχνες καταφρονητικὴ ἀποστροφὴ τοῦ π. Μεταλληνοῦ. Εἶναι ἡ πρüχειρη καταφυγὴ τῆς γνþριμης τακτικῆς ὅσων ‘’ἐπαúüντων´´ ἀδυνατοῦν νὰ ἀπαντÞσουν πειστικῶς στὸν ἔλεγχο διανοητικῶν τους ἀστοχημÜτων.    

 

7.-  Καὶ συνεχßζει ὁ π. Μεταλληνὸς μὲ τὸ θεþρημα, ὅτι, ναὶ μὲν τὸ ὄνομα «Ἕλλην» εἶναι τὸ κυριþτερο ἐθνικü μας ὄνομα, ὅμως, κατὰ λÝξιν, «ἡ ἔννοιÜ του  ποικßλλει κατὰ περιüδους καὶ ἄλλοτε εἶναι φυλετικὴ καὶ ἄλλοτε ἐθνικὴ πολιτιστικὴ θρησκευτικÞ, στοὺς τελευταßους δὲ αἰῶνες καθαρὰ ἐθνικÞ».  ΤÝτοια τοποθÝτησις λογικῶς πολλαπλῶς πÜσχει. Διüτι, ἀφοῦ διαβλÝπει ποικιλßα κατὰ περιüδους τῆς ἐννοßας τοῦ ὀνüματος Ἕλλην, ὥστε νὰ εἶναι κÜθε περßοδο ἄλλη, αὐτὸ σημαßνει, ὅτι κÜθε φορὰ ἡ λÝξις Ἕλλην χÜνει  τὴν κατὰ τὴν προηγουμÝνη περßοδο ἔννοιÜ της καὶ ἀποκτᾷ ἄλλη. Ὅμως ποτÝ, κατὰ καμμßα περßοδο τῆς Ἱστορßας μας τüσων χιλιετηρßδων, ἡ λἐξις Ἕλλην δὲν ἔπαυσε νὰ δηλþνῃ τὴν φυλετικÞ, τὴν  ἐθνικὴ  ταυτüτητα τῶν ἙλλÞνων.  Καὶ προδÞλως εἶναι ἀκατανüητη ἡ ἐπιχειρουμÝνη διÜκρισις μὲ τὴν διατýπωσι «ἡ ἔννοια Ἕλλην... ἄλλοτε εἶναι φυλετικὴ καὶ ἄλλοτε ἐθνικÞ», ἀφοῦ φυλετικῶς Ἕλλην σημαßνει ἀκριβῶς ἐθνικῶς  Ὡς πρὸς δὲ τὶς ἐπικαλοýμενες ἄλλες ἔννοιες τοῦ ὀνüματος Ἕλλην, ἐδῶ καὶ εἶναι αὐτüφωρη ἡ σýγχυσις τοῦ ταῦτα ὑποστηρßζοντος. ΠρÜγματι :

Μὲ τὴν ἐκπολιτιστικὴ ἐκστρατεßα τοῦ ΜεγÜλου ἈλεξÜνδρου καὶ τὸ ἔργον τῶν διαδüχων αὐτοῦ ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς διεχýθη τüσον βαθÝως εἰς τὸ ἀπÝραντο κρÜτος του, ὥστε τοὐλÜχιστον στὶς περιοχὲς τῆς νοτιοανατολικῆς λεκÜνης τῆς Μεσογεßου νὰ κυριαρχῇ ἀπολýτως καὶ ἡ ἑλληνικὴ νὰ καταστῇ ἡ κοινῶς ἀπὸ ὅλους ὁμιλουμÝνη γλῶσσα. Ἀκüμη καὶ ὁ συντηρητικὸς λαὸς τῶν Ἑβραßων, καßτοι ἰδιαιτÝρως συνδεδεμÝνος μὲ τὰ πÜτρια, τüσον διεποτßσθη ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμü, ὥστε καὶ πνευματικοß του ταγοὶ (π.χ. Ἰþσηπος ΦλÜβιος υἱὸς Ματθßα) νὰ γρÜφουν τὰ πονÞματÜ τους στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, καὶ ἐπßσης νὰ μεταφρασθῇ ἀπὸ τοὺς ἑβδομÞκοντα τὸ ἱερü τους βιβλßο, ἡ Παλαιὰ ΔιαθÞκη, στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, γιὰ νὰ γßνεται κατανοητὸ ἀπὸ τοὺς Ἑβραßους εἰδικþτερα τῆς Αἰγýπτου, οἱ ὁποῖοι, περὶ τὸ ἕνα ἑκατομμýριο, εἶχαν ξεχÜσει τὴν μητρικÞ τους γλῶσσα καὶ μιλοῦσαν μüνον τὴν ἑλληνικÞ. Ἡ πραγματικüτης αὐτὴ ἐπÝβαλε στὴν ἀκολουθÞσασα Ρωμαúκὴν Αὐτοκρατορßα ἀκüμη καὶ προσαρμογὴν τοῦ Ρωμαúκοῦ Δικαßου ἰδßως πρὸς τὰ κρατοῦντα θÝσμια τοῦ ἑλληνικοῦ λαúκοῦ Δικαßου τῶν ὑπὸ τὸ σκῆπτρο της λαῶν τῆς ἀνατολῆς. Καὶ πρÜγματι ἡ πραγματοποιηθεῖσα (529-533) μεγαλειþδης ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ  κωδικοποßησις τοῦ Ρωμαúκοῦ Δικαßου, μὲ τοὺς ΠανδÝκτες (Digesta), τὶς ΕἰσηγÞσεις (Institutiones) καὶ τὸν Κþδικα (Codex), περιÝχει πÜμπολλες τÝτοιες τροποποιÞσεις τοῦ κλασικοῦ ρωμαúκοῦ δικαßου, γνωστὲς ὡς «παρεμβλÞματα» (interpolationes), μὲ τὰ ὁποῖα καὶ εἰδικωτÝρα ἐπιστÞμη ἀσχολεῖται, ἡ καλουμÝνη Παρεμβληματολογßα. Καὶ στὴν συνÝχεια, ἐπειδὴ ἡ κωδικοποßησις αὐτὴ καὶ οἱ μεταγενÝστερες Νεαρὲς αὐτοκρατορικὲς διατÜξεις ἦσαν γραμμÝνες στὴν λατινικὴ γλῶσσα, ἀκριβῶς γιὰ νὰ γßνεται ἡ νομοθεσßα εὐκüλως κατανοητὴ ἀπὸ τοὺς ὑπηκüους, τὸ μεγαλειωδÝστερο νομοθÝτημα τῆς βυζαντινῆς περιüδου, τὰ Βασιλικὰ τοῦ αὐτοκρÜτορος ΛÝοντος ΣΤ´ τοῦ Σοφοῦ (886-912), εἰς τὰ ὁποῖα περιελÞφθη ὁλüκληρος ἡ ἸουστινιÜνειος νομοθεσßα μὲ τὶς κατὰ τὸν 6ον καὶ 7ον αἰῶνα ἐπεξεργασßες της, ἐγρÜφησαν στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Καὶ ναὶ μὲν κυριαρχοῦσε ἔτσι στὸν δημüσιο καὶ ἰδιωτικὸ (ἐμπüριο, συναλλαγÝς, κλπ.) βßο τῶν λαῶν αὐτῶν τῆς ἀνατολῆς ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμüς, πλὴν διετÞρησαν ὅλοι τὴν ἰδιοπροσωπßα καὶ ἐθνικÞ τους ταυτüτητα. Ἦσαν ἐμποτισμÝνοι ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμü, ἀλλὰ ἦσαν Ἀσσýριοι, Φοßνικες, Ἑβραῖοι, Αἰγýπτιοι, κλπ, ἀκüμη καὶ ὅταν μιλοῦσαν μüνον ἑλληνικÜ, καὶ ὄχι Ἕλληνες·  καὶ οὔτε ὠνüμαζαν ἑαυτοὺς Ἕλληνες, οὔτε κανεὶς ποτὲ διενοÞθη νὰ τοὺς ὀνομÜσῃ Ἕλληνες.

Ἀλλὰ τὸ παραμῦθι περὶ πολιτιστικοῦ νοÞματος τῆς λÝξεως «Ἕλλην»  δὲν πρωτοεμφανßζεται τþρα. Διετυπþνεται στοὺς σýγχρονους καιροὺς ἀρκετὰ συχνÜ μὲ τÞν, ὄχι πÜντοτε ἀγαθῶν προθÝσεων, ἐπßκλησι, ὅτι « Ἕλληνες εἶναι ὅσοι μετÝχουν τῆς ἑλληνικῆς παιδεßας». Ἀλλὰ τὸ ἀπüφθεγμα αὐτὸ στηρßζεται σὲ ἡμιμÜθεια ἢ ἐσφαλμÝνη ἀνÜγνωσι ἢ σκüπιμη διαστρÝβλωσι φρÜσεως τοῦ ἸσοκρÜτους. ΣυγκεκριμÝνως, ὁ ἸσοκρÜτης στὸν Πανηγυρικü του ( § 50 ), ἐκθειÜζων τὴν πνευματικὴ ὑπεροχὴ τῆς πüλεως τῶν Ἀθηνῶν, ὥστε οἱ μαθηταß της νὰ γßνουν διδÜσκαλοι τῶν ἄλλων, προσθÝτει, ὅτι  «τὸ τῶν ἙλλÞνων ὄνομα ... μηκÝτι τοῦ γÝνους ἀλλὰ τῆς διανοßας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθε τοὺς τῆς παιδεýσεως τῆς ἡμετÝρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φýσεως μετÝχοντας». ΔηλαδÞ, ὁ ἸσοκρÜτης λÝγει ὄχι ὅτι ὅσοι μετÝχουν τῆς ἑλληνικῆς παιδεßας εἶναι πρÜγματι  Ἕλληνες, ἀλλὰ ὅτι φαßνονται, ὅτι εἶναι Ἕλληνες  (δοκεῖν εἶναι, μᾶλλον). Στοιχειþδης διαχρονικὴ παρατÞρησις : πÜντοτε, ὅπως καὶ σÞμερα, ὅσοι ἔχουν πλÞρη ξÝνη παιδεßα π.χ. γαλλικÞ, δὲν εἶναι, οὔτε χρακτηρßζονται ἐξ αὐτοῦ τοῦ λüγου γÜλλοι, ἐὰν δὲν ἀνÞκουν ὄντως στὴν γαλλικὴ ἐθνüτητα, ἀλλὰ εἶναι ξÝνοι πρὸς αὐτÞν.  Ἡ ἔννοια «Ἕλλην» δὲν μεταβÜλλει περιεχüμενο, δὲν χÜνει τὸ νüημÜ της, δὲν γßνεται πολιτιστικὴ μὲ τὶς ἀπομιμÞσεις τῆς πολιτιστικῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀκτινοβολßας.

Πολὺ λιγþτερο, δὲν ἀπÝκτησε ποτὲ θρησκευτικὴ σημασßα, ὅπως ἰσχυρßζεται παραδüξως ὁ π. Μεταλληνüς. Εἶναι βεβαßως δεδομÝνο, ὅτι σὲ πρωτοχριστιανικὰ κεßμενα οἱ εἰδωλολÜτρες ἀποκαλοῦνται συχνὰ Ἕλληνες. Ἀλλὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ στερεῖται κÜθε σημασßας. Ἂς προσγειωθοῦμε : ὁ Χριστιανισμὸς ἀνεφÜνη ὡς ἰουδαúκὴ αἵρεσις σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς Παλαιστßνης. Ἀλλὰ ὅλη ἡ γýρωθεν περιοχÞ, ὁλüκληρος ἡ νοτιοανατολικὴ λεκÜνη τῆς Μεσογεßου ἐδεσπüζετο, ὅπως προεξετÝθη, ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Εἶναι ἔτσι ἐξηγÞσιμο τὸ γεγονüς, ὅτι οἱ μὴ μυηθÝντες ἀκüμη στὴν νÝα θρησκεßα, θεωροýμενοι ἀπὸ τοὺς ὀπαδοýς της ὡς εἰδωλολÜτρες, νὰ προσδιορßζωνται συλλογικῶς μὲ κοινὴ ὀνομασßα καὶ, ἐπειδὴ κοινὸ σημεῖο ἀναφορᾶς των ἦτο ἀκριβῶς ἡ ἑλληνικÞ τους καλλιÝργεια, υἱοθετÞθηκε ἀπὸ τοὺς φανατικοὺς πρωτοχριστιανοὺς γιὰ τοὺς εἰδωλολÜτρες συλλογικῶς ἡ ὀνομασßα Ἕλληνες. Χωρὶς βεβαßως, μὲ καμμιὰ λογικὴ καὶ νὰ σημαßνῃ αὐτü, ὅτι ἡ ὀνομασßα Ἕλλην ἔχασε τὴν σημασßα της ὡς δηλωτικῆς τοῦ ἀνÞκειν στὴν ἑλληνικὴν ἐθνüτητα, ὅτι ἀπÝβαλε τὸ νüημÜ της καὶ ἀπÝκτησε ... θρησκευτικὴ σημασßα ! ...

 

 

Β´.-

ΤΑ  ΠΕΡΙ  ΤΑΥΤΙΣΕΩΣ  ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ  ΚΑΙ  ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 

8.- Ἡ παντελῶς ἀστÞρικτη αὐτὴ θεþρησις περὶ δῆθεν μεταβολῆς (ἀλλαγῆς) κατὰ περιüδους τῆς ἐννοßας τῆς ὀνομασßας Ἕλλην συμπληρþνεται ἀπὸ τὸν π. Μεταλληνὸ μὲ τὸν ἰσχυρισμü, κατὰ λÝξιν, ὅτι  « τὸ ὄνομα Ρωμαῖος φανερþνει τὴν ταýτιση Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξßας. Ρωμαῖος σημαßνει τελικὰ Ὀρθüδοξος Χριστιανüς». Πρüκειται περὶ καταδÞλου διανοητικοῦ ἄλματος, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ λογικὰ ἀδιÝξοδα. Διüτι καὶ μετὰ τÞν, μὲ κρατικὴ ἐπιβολÞ, ἐπικρÜτησι τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν Ρωμαúκὴ Αὐτοκρατορßα, ἡ ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξßας (τοῦ Ὀρθοδüξου Χριστιανοῦ) ἀνÝκυψε μüνον μετὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σχßσμα Ρþμης – Κωνσταντινουπüλεως, τὸ ὁριστικοποιηθὲν τὸ 1053, ὥστε πρὸ μὲν τῆς χρονολογßας αὐτῆς κανÝνας Ρωμαῖος δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ εἶναι Ὀρθüδοξος Χριστιανüς, ἀφοῦ τÝτοια ἔννοια δὲν ὑπῆρχε· ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ σχßσμα οἱ ἀνÞκοντες στὴν Παπικὴ Ἐκκλησßα Ρωμαῖοι δὲν ἦσαν Ὀρθüδοξοι. Ὥστε μὲ καμμιὰ λογικὴ Ρωμαῖος δὲν σημαßνει Ὀρθüδοξος Χριστιανüς. Καὶ βεβαßως δὲν ἠμπορεῖ να νοηθῇ, ὅτι «τὸ ὄνομα Ρωμαῖος φανερþνει τὴν ταýτιση Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξßας», ἀφοῦ ἀπὸ πουθενὰ δὲν ἀνακýπτει ἡ φανÝρωσις αὐτÞ. 

Καὶ  ἀκüμη τὰ περὶ ταυτßσεως Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξßας εἶναι ἄκρως ἀμφισβητÞσιμα.  Ὁ Ἑλληνισμὸς προûπῆρξε κατὰ ἀρκετὲς χιλιετηρßδες τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξßας, οἱ δὲ μεταξý τους σχÝσεις δὲν ὑπῆρξαν πÜντοτε, ἰδßως κατὰ τοὺς πρþτους αἰῶνες τῆς νÝας θρησκεßας, ἀγαθÝς.  Ἄλλωστε καὶ ἐννοιολογικῶς οἱ δýο ὅροι ἀνÞκουν σὲ διαφορετικὲς κατηγορßες ἰδεῶν, ἡ πρþτη (Ἑλληνισμὸς) ἐμφαßνει ἐθνικὴ κοινüτητα, ἡ δευτÝρα  (Ὀρθοδοξßα) μαρτυρεῖ δüγμα θρησκευτικῆς πßστεως, ὥστε τὸ ἀνÞκειν σὲ δεδομÝνη ἐθνικὴ κοινüτητα ἑτερονüμως (ἀπὸ τὴν καταγωγὴ κλπ. ἀναλλοιþτως) ὁρßζεται, ἐνῷ ἡ ἀποδοχὴ θρησκευτικοῦ δüγματος αὐτονüμως (κατὰ τὴν συνεßδησι, τὴν θÝλησι τοῦ καθενüς, ποὺ ἠμπορεῖ καὶ νὰ μὴν ὑπÜρχῃ ἢ νὰ ἀλλÜξῃ) ἐνεργεῖται. Ταýτισις ἑπομÝνως τῶν δýο ἐννοιῶν εἶναι λογικῶς ἀδιανüητη. Ἀρκεῖ μÜλιστα νὰ σκεφθοῦμε, ὅτι, ἐὰν ταυτßσουμε τὴν Ὀρθοδοξßα μὲ τὸν Ἑλληνισμü, ὁδηγοýμεθα τüτε στὸν παραλογισμü, νὰ θεωροῦμε, ὅτι καὶ οἱ ἄλλοι Ὀρθüδοξοι λαοὶ (Βοýλγαροι, ΣÝρβοι, ΡουμÜνοι, Ρῶσοι, κλπ.) εἶναι καὶ αὐτοὶ ... Ἕλληνες !  Ἐκτὸς τοýτων, ναὶ μὲν τþρα οἱ Ἕλληνες στὴν συντριπτικὴ πλειονοψηφßα εἴμεθα Ὀρθüδοξοι Χριστιανοß, ἀλλὰ ὄχι καὶ ὅλοι ἀνεξαιρÝτως·  ὑπÜρχουν καὶ Ἕλληνες ἑτερüδοξοι (καθολικοß, διαμαρτυρüμενοι καὶ ἄλλων δογμÜτων τοῦ Χριστια-νισμοῦ), καὶ ἀλλüθρησκοι (μουσουλμÜνοι, ἑβραῖοι), καὶ αἱρετικοß (μÜρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, κλπ.), καὶ στὶς ἡμÝρες μας οἱ λεγüμενοι δωδεκαθεúστÝς (ὀπαδοὶ τῆς ἀρχαßας Ἑλληνικῆς θρησκεßας), ἀκüμη καὶ ἄθεοι. Καὶ ἀκüμη, ἡ  ταýτισις Ὀρθοδοξßας καὶ Ἑλληνισμοῦ εἶναι καὶ θρησκευτικῶς ἀνεπßτρεπτη. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ταυτßζεται μὲ καμμιὰ ἀπολýτως ἐθνüτητα, ἄρα οὔτε ἡ Ὀρθοδοξßα μὲ τὸν Ἑλληνισμü.  Εἶναι γνωστὸ τὸ τοῦ Ἀποστüλου Παýλου εἰς τὴν πρὸς ΓαλÜτας ἐπιστολÞν του (γ´28) «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὺδὲ ἐλεýθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ», ἕνα ἀπὸ τὰ ὑψηλüτερα καὶ ἀνθρωπινþτερα παραγγÝλματα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τὸ ὁποῖο, σημειωτÝον, καὶ βαßνει, - κατὰ τρüπον εὐεξÞγητο ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ παιδεßα τοῦ καταγομÝνου ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικßας Ἀποστüλου τῶν Ἐθνῶν, - συστοßχως πρὸς ὅσα τὸ ἀρχαῖον ἑλληνικὸν πνεῦμα εἶχε πρὶν ἀπὸ αἰῶνες ἤδη διατυπþσει, μὲ εὐρýτερη μÜλιστα θεþρησι, κυρßως μὲ τὸ τοῦ Δημοκρßτου (460 – 370 π.Χ.) «ἀνδρὶ σοφῷ πᾶσα γῆ βατÞ· ψυχῆς γὰρ ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξýμπας κüσμος» (ἀπüσπασμα 247 Diels).

Γιὰ τὸν λüγον ἀκριβῶς αὐτüν, τῆς οἰκουμενικüτητος τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ εἶναι τοὐλÜχιστον ἐπιπüλαια καὶ ἀνιστüρητα καὶ τὰ ὅσα κατὰ καιροὺς λÝγονται καὶ γρÜφονται γιὰ «ὀρθüδοξα τüξα» καὶ τὴν ἀνÜγκη προωθÞσεþς των στὸ ἐπßπεδο τῶν διεθνῶν σχÝσεων τῆς Πατρßδος μας.  Νὰ μὴ ξεχνᾶμε, ὅτι διαχρονικῶς, μÝχρι καὶ προσφÜτων σχετικῶς ἡμερῶν (τοῦ β´παγκοσμßου πολÝμου), ὁ Ἑλληνισμὸς ὑπÝστη τὶς χειρüτερες συμφορὲς ἰδßως ἀπὸ ὁμοδüξους μας, τοὺς Ὀρθοδüξους ΒουλγÜρους. Οἱ ὁποῖοι, ἂς σημειωθῇ, συντηροῦν ἀκüμη καὶ σÞμερα τὶς εἰς βÜρος τῆς Μακεδονßας καὶ ΘρÜκης μας κατακτητικÝς των βλÝψεις μὲ τὸ ἐπßσημο δüγμα, ποὺ μÜλιστα ἐγκρßθηκε ἀπὸ τὴν Ἀκαδημßα Ἐπιστημῶν τῆς χþρας των, ὅτι ἡ Βουλγαρßα συνορεýει γýρωθεν μὲ βουλγαρικὰ ἐδÜφη !  Δὲν φθÜνει μüνον ἡ ὀργὴ τοῦ κÜθε συνετοῦ καὶ συνειδητοῦ Ἕλληνος γιὰ τὴν ἀναßσχυντη ἁρπακτικὴ αὐτὴ βουλιμßα γειτüνων μας σὲ βÜρος τῆς Πατρßδος καὶ τῆς Ἱστορßας μας ...

 

 

Γ´.-

ΤΑ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ  ΜΑΣ  ΠΡΑΓΜΑΤΑ

Τὸ αὐτοκÝφαλον τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησßας μüνον ὠφÝλησε αὐτὴν καὶ τὸν Ἑλληνισμüν, ἀλλὰ καὶ τὸ Πατριαρχεῖον.

 

9.-  ὙπÜρχει ὅμως καὶ μßα παρÜλληλη πτυχὴ τῶν ἀβασßμων ἰσχυρισμῶν περὶ δῆθεν ταυτßσεως Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξßας. Οἱ ὑποστηρικτÝς των, μεταξὺ δὲ αὐτῶν προεχüντως ὁ ἴδιος π. Γεþργιος Δ. Μεταλληνüς,  διατεßνονται ἐπßσης, ὅτι ἡ ἀνακÞρυξις τοῦ αὐτοκεφÜλου τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησßας καθιερþθη πραξικοπηματικῶς ἀπὸ τοὺς Βαυαροὺς καὶ μüνον ἔβλαψε καὶ τὴν Ἐκκλησßα μας καὶ τὸν Ἑλληνισμüν. Προπαγανδßζουν δÝ, ἀμÝσως καὶ ἐμμÝσως,  τὴν ἐπανυπαγωγὴ τῆς Ὀρθοδüξου Ἐκκλησßας μας στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, δηλαδὴ τὴν ἐπÜνοδü μας στὰ ἐπὶ τουρκοκρατßας ἰσχýσαντα ! ...

Καὶ οἱ ἰσχυρισμοὶ αὐτοὶ δὲν ἔχουν κüκκον ἀληθεßας, εἶναι παντελῶς ἀναληθεῖς. Διαψεýδονται ἐξ ὁλοκλÞρου ἀπὸ τὰ γεγονüτα. Ἡ κατÜδειξις τῶν ὁποßων καὶ ἐπιβÜλλεται ἤδη. Μὲ πλÞρη τεκμηρßωσι, γιὰ νὰ μὴ παραπλανᾶται τüσον ἀσυστüλως ὁ εýσεβὴς Ἑλληνικὸς λαüς, μὲ τüσον μÜλιστα βλαβερὲς γιὰ τὴν ἐθνικÞ μας κοινüτητα συνÝπειες, δηλαδὴ τὴν ὑποβοÞθησι τῶν νεο-ὀθωμανικῶν βλÝψεων τῶν γειτüνων μας. 

Τὸ αὐτοκÝφαλον τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησßας ἔναντι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχεßου, σημειωτÝον μüνον ἀπὸ διοικητικῆς πλευρᾶς - διüτι ἀπὸ πνευματικῆς πλευρᾶς ἡ Ἐκκλησßα μας δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ εἶναι καὶ ὑπÜρχει πÜντοτε, ὅπως ἀναγρÜφῃ καὶ τὸ ἰσχῦον ΣýνταγμÜ μας (ἄρθρον 3 § 1), «ἀναποσπÜστως ἡνωμÝνη δογματικῶς μὲ τὴν ΜεγÜλην Ἐκκλησßαν τῆς Κωνσταντινουπüλεως καὶ κÜθε ἄλλη ὁμüδοξη Ἐκκλησßα τοῦ Χριστοῦ» -,   διεκηρýχθη διὰ πρÜξεων τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτεßας, συγκεκριμÝνως διὰ τοῦ βασιλικοῦ διατÜγματος τῆς 23ης Ἰουλßου 1833 καὶ ἀκολοýθως διὰ τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ ΣυντÜγματος τοῦ 1844. Καὶ βεβαßως δὲν εἶναι ἀπüρροια τῆς ἀναγνωρßσεþς του διὰ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τüμου τῆς 29ης Ἰουνßου 1850, ὅπως ἀβασßμως ὑποστηρßζεται, ἀφοῦ ἡ ἀναγνþρισις αὐτὴ νομικῶς δὲν ἦτο καθüλου ἀπαραßτητη.

Τὸ αὐτοκÝφαλον ὑπῆρξεν ἡ φυσιολογικὴ συνÝπεια τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησßας τῆς χþρας. Τὸ ζητοῦσαν καὶ οἱ λüγιοι τοῦ Ἔθνους : ὅπως ἔγραφεν ὁ μεγÜλος διδÜσκαλος τοῦ ΓÝνους ἈδαμÜντιος Κοραῆς, «ἐλευθÝρων καὶ αὐτονüμων Γραικῶν κλῆρος εἶναι ἀπρεπÝστατον νὰ ὑπακοýῃ εἰς προσταγὰς ΠατριÜρχου ἐκλεγομÝνου ἀπὸ τýραννον καὶ ἀναγκασμÝνου νὰ προσκυνῇ τýραννον» (βλÝπε στὴν ἔκδοσι τοῦ Μορφωτικοῦ Ἱδρýματος τῆς Ἐθνικῆς ΤραπÝζης τῆς ἙλλÜδος ὑπὸ τὸν τßτλο Ἀδαμαντßου ΚΟΡΑΗ, Προλεγüμενα στοὺς Ἀρχαßους Ἕλληνες Συγγραφεῖς, τüμον Β´, 1988, σελ. 724).

Ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν πραγμÜτων τὸ αὐτοκÝφαλον ἐπεβÜλλετο. Διüτι ἡ Ἐλληνικὴ Ἐκκλησßα εἶχε καταστῆ οὐσιαστικῶς ἐλευθÝρα, ὁ κλῆρος τῆς ἙλλÜδος εἶχε διακüψει κÜθε δεσμὸν μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, κανÝνας ἐπßσκοπος διωρισμÝνος ἀπὸ τὸν ΠατριÜρχην ἢ τὴν Πατριαρχικὴν Σýνοδον δὲν ἐγßνετο πλÝον δεκτὸς εἰς τὰ ἀπελευθεροýμενα ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ κυριαρχßα ἐδÜφη καὶ κανÝνας ἀπὸ τοὺς εἰσπραττομÝνους φüρους καὶ εἰσφορὲς δὲν ἀπεστÝλλετο πλÝον ἀπὸ τὶς εἰς αὐτὰ Ἑλληνικὲς Ἐκκλησßες καὶ ΜοναστÞρια εἰς τὸ Πατριαρχεῖον. Ἀκüμη οὔτε εὐχὲς γιὰ τὸν ΠατριÜρχην ἀνεπÝμποντο πλÝον στὶς Ἐκκλησßες, ἀλλὰ ἀντὶ γι’αὐτὲς ἠκολουθεῖτο τὸ τυπικüν, κατὰ λÝξιν, «ΜνησθÞτω Κýριος πÜσης Ὀρθοδüξου Ἐκκλησßας», ποὺ συνειθßζετο στὰ τρßα ἄλλα Ὀρθüδοξα Πατριαρχεῖα (Ἀλεξανδρεßας, Ἱεροσολýμων, Ἀντιοχεßας) καὶ τὶς ἀνεξÜρτητες Ἐκκλησßες. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησßα τῆς ἀπελευ-θερωθεßσης ἙλλÜδος κατÝληξε νὰ μὴν ἔχῃ κανÝνα διοικητικὸν προúστÜμενον, νὰ μÝνουν ἀρκετὲς ἐπισκοπὲς χηρεýουσες καὶ πολλὰ προβλÞματα ἄλυτα καὶ γενικῶς νὰ κυριαρχÞσῃ στὰ ἐκκλησιαστικὰ πλÞρης σýγχυσις καὶ ἀνομßα. Ὁ Καποδßστριας προσεπÜθησε νὰ βÜλῃ σὲ ὅλα αὐτὰ τÜξι μὲ τὴν ἵδρυσι μιᾶς προσωρινῆς κληρικῆς ἐπιτροπῆς ἀπὸ τρεῖς ἐπισκüπους πρὸς ἐπιμÝλεια τῶν ὑποθÝσεων τοῦ κλÞρου, ἀλλὰ ἡ ὁριστικὴ ἀντιμετþπισις τῆς καταστÜσεως συνετελÝσθη μὲ τὴν ἀνακÞρυξι τοῦ αὐτοκεφÜλου [ βλÝπε γιὰ τὰ ἀνωτÝρω τὸ ἔργον τοῦ μÝλους τῆς Βαυαρικῆς Ἀντιβασιλεßας Γεωργßου Λουδοβßκου φὸν ΜΑΟΥΡΕΡ, Ὁ Ἑλληνικὸς Λαüς, τüμος Α´, μετÜφρασις ἀπὸ τὰ γερμανικὰ ἙφÝτου Εὐσταθßου ΚαραστÜθη, Ἀθῆναι 1943, §§ 183 ἑπ,, σελ. 372  ἑπ.]. Ἡ ἀντιμετþπισις αὐτὴ ἔγινε κατüπιν ὁμοφþνου ἀποφÜσεως καὶ ὑποδεßξεως τῆς εὐρυτÝρας νοητῆς Ἱεραρχßας, ἀφοῦ συμμετÝσχον εἰς αὐτὴν ὅλοι οἱ τοποθετημÝνοι ἢ καὶ ἁπλῶς παρεπιδημοῦντες στὴν ἙλλÜδα Μητροπολßτες, Ἀρχιεπßσκοποι καὶ Ἐπßσκοποι, χωρὶς τὴν παρουσßα κυβερνητικῶν ἀξιωματοýχων  [ βλÝπε τὸ ἴδιο ἔργο τοῦ ΜΑΟΥΡΕΡ, Ὁ Ἑλληνικὸς Λαüς, τüμος Β´, μετÜφρασις Καθηγητοῦ ΧρÞστου ΠρÜτσικα, Ἀθῆναι, 1943, §§ 292 ἑπ., σελ. 124 ἑπ. ]. Δὲν ἐπεβλÞθη λοιπὸν ἡ αὐτοκεφαλßα,  ὅπως ψευδῶς ὑποστηρßζεται, ἐναντßον τῆς θελÞσεως τοῦ κλÞρου μὲ μüνη τὴν αὐθαßρετη θÝλησι τῆς Βαυαρικῆς Ἀντιβασιλεßας. 

Καὶ ἀκüμη ἡ διακÞρυξις τοῦ αὐτοκεφÜλου τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησßας ἦτο καὶ ἀπὸ τοὺς κανüνες τῆς Ἐκκλησßας ἐπιβεβλημÝνη. Ἰδßως ἀπὸ τὸν ιζ´ Κανüνα τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνüδου,κατὰ τὸν ὁποῖον «εἴ τις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσßας ἐκαινßσθη πüλις ἢ αὖθις καινισθεßη, τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσßοις τýποις καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ τÜξις ἀκολουθεῖται»∙  ὅπως καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον τοῦ ΜεγÜλου ΠατριÜρχου Φωτßου, εἰς τὴν κατὰ τὸ ἔτος 861, ἐπ’εὐκαιρßᾳ τῆς εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρüνον Κωνσταντι-νουπüλεως ἀναρρÞσεþς του, ἀπÜντησßν του πρὸς τὸν ΠÜπαν τῆς Ρþμης Νικüλαον Α´, κατὰ τὴν ὁποßαν «τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ μÜλιστÜ γε τὰ περὶ τῶν ἐνοριῶν δßκαια ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατεßαις καὶ διοικÞσεσι συμμεταβÜλλεσθαι εἴωθεν», ὅτι δηλαδὴ τὰ ἐκκλησιαστικὰ συμμεταβÜλλονται μὲ τὶς ἐδαφικὲς μεταβολὲς τῶν κρατῶν.Πρᾶγμα, ἄλλωστε, τὸ ὁποῖον καὶ ἀπετÝλει τὴν ἐπὶ αἰῶνες κρατοῦσαν ἐκκλησιαστικὴν πρακτικÞν.  Μὲ τὴν ὁποßαν καὶ ὑπÞχθη χÜρις εἰς τὴν Εἰκονομαχßαν τὸ «Ἰλλυρικüν», δηλαδὴ ἡ Βαλκανικὴ χερσüνησος, εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπüλεως, ἐνῷ προηγουμÝνως ἀνῆκεν εἰς τὴν Παπικὴν Ἐκκλησßαν τῆς Ρþμης, καὶ ἀνÝκυψαν καὶ αἱ κατὰ κρÜτη αὐτοκÝφαλες Ἐκκλησßες καὶ ἔχομεν αὐτοδιοικοýμενα τὰ Πατριαρχεῖα Ρωσßας, Σερβßας, Ρουμανßας, Ἰβηρßας (Γεωργßας), Βουλγαρßας καὶ τὶς Ἀρχιεπισκοπὲς  Κýπρου (αὐτοκÝφαλον ἤδη δυνÜμει τοῦ Η´ κανüνος τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνüδου τοῦ 431, ἤτοι κατὰ 1500 καὶ πλÝον χρüνια πρὸ τῆς ἱδρýσεως τοῦ Κυπριακοῦ κρÜτους !), ἙλλÜδος, Πολωνßας καὶ Ἀλβανßας.

 

10.-  Ἐκτὸς ὅμως ὅλων τῶν ἀνωτÝρω, ἡ καθιÝρωσις τοῦ αὐτοκεφÜλου μüνον ὠφÝλησε καὶ σὲ τßποτε δὲν ἔβλαψε, οὔτε τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησßαν, οὔτε τὸν Ἑλληνισμüν. Πρὸ παντὸς διησφÜλισε τὴν ἀξιοπρÝπεια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησßας καὶ τὴν ἐλευθερßα τῆς ἑλληνικῆς συνειδÞσεως καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ φρονÞματος τῶν ἙλλÞνων κληρικῶν παντὸς βαθμοῦ. Τὰ ὁποῖα καὶ φοβερῶς ἐδεινοπÜθησαν δι’ ὅσους διατελοῦσαν ὑπὸ τὴν διοικητικὴν ἐποπτεßαν τοῦ Πατριαρχεßου.

Ἐὰν δὲν ὑπῆρχεν ἡ αὐτοκεφαλßα της, ἡ Ἐκκλησßα μας δὲν θὰ ἠδýνατο νὰ συμπαρασταθῇ καὶ δὲν θὰ ηὐλüγει τὰ ὅπλα μας κατὰ τὴν ἀκολουθÞσασαν ἀπελευθερωτικὴν χωρῶν Ἑλληνικῶν (Ἠπεßρου, Μακεδονßας, ΘρÜκης, νÞσων) ἐξüρμησιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Θὰ ἐκινδýνευε τοὐναντßον ὁ ἀπελευθερωτικὸς ἐκεῖνος ἀγὼν νὰ ἀφορισθῇ ὑπὸ τοῦ, εἰς τὴν ὀθωμανικὴν ἁρπÜγην διατελοῦντος, ΠατριÜρχου. Ὅπως καὶ ἔγινε τὸν Ἰοýνιον τοῦ 1854  μὲ τὸ συνοδικὸ γρÜμμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ ΠατριÜρχου Ἀνθßμου Στ´ περὶ καθαιρÝσεως τοῦ Ἐπισκüπου Σταγῶν Κυρßλλου γιὰ ἐνθÜρρυνσι καὶ συμμετοχÞ του στὸ ἀπελευθερωτικὸ κßνημα τοῦ 1854 τῆς Θεσσαλßας πρὸς ἀποτßναξι τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ (βλÝπε Θεσσαλικὸ Ἡμερολüγιο, τüμος 34, 1998, σελ. 185-192). 

 Ὅπως ἄλλωστε καὶ προηγουμÝνως  εἶχε γßνει μὲ τὸν ἀφορισμὸν τῶν ἀγωνιστῶν τῆς ἐπαναστÜσεως τοῦ 1821, καὶ ὀνομαστικῶς τῶν πρωτεργατῶν της ἈλεξÜνδρου ὙψηλÜντου  καὶ Ἡγεμüνος τῆς Μολδαβßας Μιχαὴλ Σοýτσου, ἀπὸ τüν, ἀκολοýθως μαρτυρÞσαντα, ΠατριÜρχην Γρηγὀριον τὸν Ε´, καὶ μÜλιστα ὄχι μὲ μßα, ἀλλὰ μὲ ἕξη ἐγκυκλßους καὶ συστατικὲς ἐπιστολÝς του, ἀπὸ τὶς ὁποῖες, σημειωτÝον, μßα συνυπεγρÜφη ἐκτὸς τῶν 21 συνοδικῶν ἈρχιερÝων καὶ ἀπὸ τὸν Ἱεροσολýμων Πολýκαρπον.

 Καὶ δὲν ἐπρüκειτο περὶ μεμονωμÝνης ἐθνικῆς τοῦ Πατριαρχεßου ἀπρεπεßας. Διüτι δυστυχῶς καὶ ἡ πρὸ τῆς ἐθνεγερσßας τοῦ 1821 πολιτεßα του ὑπῆρξε παρομοßα : ἐξαπÝστελλεν ἐγκυκλßους πρὸς τοὺς Ἕλληνας ὑποδοýλους, μὲ τὶς ὁποῖες τοὺς ζητοῦσε, νὰ ἀποκηρýξουν κÜθε ἐπαναστατικὸν κßνημα καὶ τοὺς προÝτρεπε, ἐὰν τυχὸν εἶχον ἐξεγερθῆ, νὰ καταθÝσουν τὰ ὅπλα, καὶ νὰ δηλþσουν πλÞρη καὶ δουλικὴν ὑποταγὴν καὶ εὐπεßθειαν εἰς τὴν «θεüθεν Βασιλεßαν» τοῦ Τοýρκου ΣουλτÜνου, διüτι «πᾶς ὁ ἀντιτασσüμενος αὐτῇ τῇ θεüθεν ἐφ’ ἡμᾶς τεταγμÝνῃ κραταιᾷ Βασιλεßᾳ, τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθÝστηκεν» ! Ἀλλὰ καὶ ὁ, διÜδοχος τοῦ φρικτῶς μαρτυρÞσαντος Γρηγορßου τοῦ Ε´, ΠατριÜρχης ΕὐγÝνιος Β´, σημειωτÝον Βοýλγαρος τὴν καταγωγὴν καὶ «σχεδὸν ἀγρÜμματος, ἀλλὰ τολμηρὸς καὶ θρασὺς εἰς τὸ λÝγειν», κατηγορηθεὶς καὶ γιὰ κατÜδοσι θυμÜτων πρὸς τοὺς Τοýρκους, μὲ ἐπανειλημμÝνες ἐγκυκλßους του πρὸς τοὺς ἀγωνιζομÝνους γιὰ τὴν ἐλευθερßα τους Ἕλληνες τοὺς καλοῦσε νὰ μετανοÞσουν  καὶ δηλþσουν δουλικὴν ὑποταγὴν καὶ εὐπεßθειαν πρὸς τὸν Τοῦρκον Σουλτᾶνον, καὶ ἐναντßον τῶν ἀμετανοÞτων ἐξετüξευεν ἀπειλὲς κατὰ τῆς ζωῆς, τῆς περιουσßας, τῆς οἰκογενεßας καὶ τῆς πατρßδος των, καὶ κυρþσεις χωρὶς ἔλεος, ποὺ θὰ τοὺς ἐπιβÜλῃ ὁ Ὀθωμανὸς κυρßαρχος, ἐνῷ θὰ τοὺς τιμωρÞσῃ ἀμειλßκτως καὶ ὁ Θεüς !

Καὶ τü φρικτüτερον : καὶ μετὰ τὴν λῆξιν τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος καὶ τὴν δημιουργßαν τοῦ νεοελληνικοῦ κρÜτους ἡ πρὸς τὸν Τοῦρκον δυνÜστην δουλικüτης τοῦ Πατριαρχεßου ἔφθασε μÝχρι τοῦ ἀπιστεýτου σημεßου, ὁ τüτε ΠατριÜρχης ἈγαθÜγγελος Α´ μὲ ἐγκýκλιüν του τοῦ Φεβρουαρßου τοῦ 1828 νὰ καλÝσῃ τοὺς κατοßκους τῆς ΠελοποννÞσου καὶ τῶν ἀπελευθερωθεισῶν νÞσων τοῦ Αἰγαßου ΠελÜγους, νὰ μετανοÞσουν, νὰ δηλþσουν ὑποταγὴν εἰς τὸν Σουλτᾶνον καὶ νὰ ἐπανÝλθουν ὑπὸ τὸν Ὀθωμανικὸν ζυγüν ! Πατριαρχικὴ δὲ ἀντιπροσωπεßα, εἰδικῶς ἐλθοῦσα, ἐπÝδωσε τὸ αἴτημα αὐτὸ ἰδιοχεßρως καὶ εἰς τὸν ἀεßμνηστον ΚυβερνÞτην τῆς ἙλλÜδος ἸωÜννην Καποδßστριαν, ὁ ὁποῖος φυσικὰ καὶ εὐθÝως ἀπÝρριψε τὴν ἐξωφρενικὴν καὶ ἀντεθνικὴν αὐτὴν Πατριαρχικὴν νουθεσßαν καὶ ἔκκλησιν πρὸς ἐθελοδουλεßαν [ γιὰ ὅλα τὰ ἀνωτÝρω βλÝπε τὴν ἐξαιρετικῶς τεκμηριωμÝνη καὶ ἐνδιαφÝρουσα μελÝτη τοῦ ἀειμνÞστου Καθηγητοῦ Δημητρßου Σοφιανοῦ «Ἐγκýκλιοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ ΠατριÜρχη Εὐγενßου Β´ περὶ δουλικῆς ὑποταγῆς τῶν ἙλλÞνων στὸν Ὀθωμανὸ κατακτητÞ», εἰς τὸν Β´ τüμον τοῦ Δελτßου τοῦ ΚÝντρου Ἐρεýνης τῆς Ἱστορßας τοῦ ΝεωτÝρου Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀκαδημßας Ἀθηνῶν, ἈθÞνα, 2000, σελ. 19 ἑπ., ὅπου καὶ τὰ κεßμενα τῶν Πατριαρχικῶν ἐγκυκλßων καὶ τῆς ἀπαντÞσεως τοῦ Καποδιστρßου ].

Ἐν ὄψει τῶν ἱστορικῶν αὐτῶν δεδομÝνων ἡ αὐτοκεφαλßα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησßας ὄχι μüνον ἐπεβÜλλετο χÜριν ὑψßστων  συμφερüντων τοῦ Ἑλληνισμοῦ, συγκεκριμÝνως τῆς ἀπρüσκοπτης διεξαγωγῆς τοῦ ὑπὲρ τῆς ἐλευθερßας του ἀγῶνος. Ἀλλὰ  οὐσιαστικῶς εὐηργÝτησε καὶ τὸ Πατριαρχεῖον, διüτι τὸ ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν δεινὴ θÝσι, νὰ γßνεται ἑκÜστοτε ἐκφραστὴς ἀνθελληνικῶν παραινÝσεων καὶ εὐτελὴς συνεργÜτης τῶν Τοýρκων στὴν κατÜσβεσι τῶν ἀπελευθερωτικῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ κινημÜτων ! 

Καὶ ἡ πολλαπλῆ αὐτὴ ἀπὸ τὸ αὐτοκÝφαλον τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησßας ὠφÝλεια ἀνÝκυψεν ὄχι μüνον τüτε. Καὶ ὁ κατὰ τὸν β´ παγκüσμιον πüλεμον ἐπικὸς ἀγὼν τῆς ἙλλÜδος, λüγῳ τῆς κατ’ αὐτὸν οὐδετερüτητος τῆς Τουρκßας, δὲν θὰ ἠδýνατο νὰ διεξαχθῇ μὲ συμπαρισταμÝνη τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησßαν, ἐὰν δὲν ὑπῆρχεν ἡ αὐτοκεφαλßα της. Καὶ ἀκüμη : οὔτε ὁ θρυλικὸς ἀπελευθερωτικὸς ἀγὼν τῆς Ε.Ο.Κ.Α. τῶν Κυπρßων ἀδελφῶν μας θὰ ἠδýνατο νὰ ἔχῃ πρωτεýουσαν τὴν συμμετοχὴν τῆς Ἐκκλησßας τῆς Κýπρου, ἐὰν αὐτὴ δὲν ἦτο ἀνεξÜρτητος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπüλεως.

Βεβαßως ἡ ἀνωτÝρω πολýτιμη συμπαρÜστασις τῆς Ὀρθοδüξου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησßας μας πρὸς τὴν ἀγωνιζομÝνη ὑπὲρ τῆς ἐλευθερßας ἐθνικÞ μας κοινüτητα μὲ καμμιὰ λογικὴ δὲν σημαßνει καὶ ὑποκατÜστασι τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξßα. Ὁ Ἑλληνισμὸς, ὅπως καὶ ἀνωτÝρω ἐτονßσθη, προûπῆρξε τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπὶ χιλιετηρßδες, κατὰ τὶς ὁποῖες ἰσοσθενῶς, ὅπως καὶ μετ’αὐτüν, ἀγωνßσθηκε πÜντοτε ὑπὲρ τῆς ἐλευθερßας του.  Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀνιστüρητη καὶ βλακþδης κÜθε καὶ συμβολικὴ ἔστω παραγνþρισις τῆς ἀληθεßας αὐτῆς. Ἐκ τοῦ λüγου αὐτοῦ καὶ εἶναι πολλαπλῶς ἀπαρÜδεκτη ἡ πραγματοποιηθεῖσα πρὸ ἐλαχßστων ἐτῶν ἐπικüλλησις εἰς τὸ ἐπὶ τῆς πλατεßας ΣυντÜγματος, ἐδῶ εἰς τὰς ἈθÞνας, Μνημεῖον τοῦ Ἀγνþστου Στρατιþτου μαρμαρßνου Σταυροῦ, καὶ μÜλιστα ἀντιαισθητικþτατα μαýρου ἐπὶ τοῦ λευκοῦ μαρμαρßνου Μνημεßου, προφανῶς γιὰ νὰ διακρßνεται καὶ ἐξ ἀποστÜσεως κατὰ τὴν λογικὴν αὐτῶν, ποὺ ἐβεβÞλωσαν ἔτσι τὸ Ἱερþτερον Μνημεῖον τοῦ Ἔθνους.  ΒεβÞλωσις, μὲ τὸν ὑποβιβασμüν του ἀπὸ Μνημεßου ὅλων τῶν ἀνὰ τὶς χιλιετηρßδες πεσüντων ὑπὲρ τῆς ἐλευθερßας ἙλλÞνων εἰς Μνημεῖον μüνον Χριστιανῶν, τῶν, μετὰ τὴν ὁλοσχερῆ (περὶ τὸν 7ον μὲ 8ον αἰῶνα) ἐπικρÜτησι στὴν ἙλλÜδα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀγþνων τοῦ Ἔθνους, μὲ ἐκμηδÝνισι τῆς προσφορᾶς τῶν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερßας του πεσüντων μὴ Χριστιανῶν, δηλαδὴ ὅλων γενικῶς τῶν ἐπὶ χιλιετηρßδες πρὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τῶν ὅσων μετ’αὐτὸν ἠγωνßσθησαν μὴ Χριστιανῶν ἙλλÞνων. ΦυσικÜ, ἐὰν ὑπῆρχε γρηγοροῦσα Πολιτεßα θὰ ἀπεξÞλωνεν ἀμÝσως τὴν ἀποτολμηθεῖσαν ὕβριν, διþκουσα τοὺς ἐμνευστὲς καὶ ἐκτελεστÝς της.-      

 

Δ´.-

ΝΕΟ-ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ  ΑΠΕΙΛΗ  ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΙΣ  ΚΑΤ’ ΑΥΤΗΣ

 

11.-  Καὶ γιὰ νὰ ἐπανÝλθω στὸ κýριο θÝμα τοῦ παρüντος ἄρθρου.  Ἡ ἐμμονὴ στὴν χρῆσι καὶ σÞμερα τῆς ὀνομασßας «ρωμηοὶ» γιὰ τοὺς Ἕλληνες, ἐκτὸς τῶν ὅσων ἀνωτÝρω ἐξετÝθησαν, ἐγκλεßει καὶ ἕνα χειρüτερο κßνδυνο. Ἡ ἐπßγνωσις τοῦ ὁποßου καὶ ὡδÞγησε τὸν γρÜφοντα στὴν ἀνωτÝρω διεξοδικὴ ἀντßκρουσι καὶ ἀνασκευὴ τῶν συναφῶν φληναφημÜτων.  Καὶ ὁ κßνδυνος εἶναι, ὅτι μὲ τὴν χρῆσι αὐτὴ ξαναγυρνᾶμε στὴν ἐποχὴ τῆς τουρκοκρατßας, κατὰ τὴν ὁποßαν οἱ ὀθωμανοὶ δυνÜστες μᾶς ὠνüμαζαν «ρωμηοýς»· ὀνομασßα ὅμως τὴν ὁποßαν οὐδÝποτε ἐχρησιμοποßησεν ὁ λαüς, οὔτε καὶ τüτε, ὀνομασßα, ἡ ὁποßα δὲν συναντᾶται οὔτε στὴν λογßα, οὔτε,  τὸ σημαντικþτερον, στὴν ἑλληνικὴ λαúκὴ παρÜδοσι.

Δὲν πρÝπει λοιπὸν οὔτε ἀσυναισθÞτως νὰ ἐπανÝλθουμε στὴν ὀνομαστικὴ αὐτὴ πρακτικὴ τῶν Τοýρκων, τὴν ὀνομασßα μας ὡς ρωμηῶν, γιατὶ ἔτσι ὑπηρετοῦμε οὐσιαστικῶς τὴν ὑλοποßησι φανερῆς, πολλαπλῶς ἐκδηλουμÝνης,  πολιτικῆς νεο-ὀθωμανισμοῦ, τὴν ὁποßαν ἀπὸ ἐτῶν ἀκολουθεῖ ἡ σýγχρονη Τουρκßα.  Νεο-ὀθωμανικὴ πολιτικÞ, τὴν ὁποßαν ἀναισχýντως διακη-ρýσσει τþρα δημοσßως καὶ ὁ σημερινὸς Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Τουρκßας Ἀχμὲτ Νταβοýτογλου μὲ τὸ πρüσφατο βιβλßο του «Τὸ στρατηγικὸ βÜθος. Ἡ διεθνὴς θÝση τῆς Τουρκßας»  (ἑλληνικὴ μετÜφρασις ΝικολÜου Ραπτοποýλου μὲ τὴν ἐπιστημονικὴν ἐπιμÝλεια τοῦ Καθηγητοῦ ΝεοκλÝους Σαρρῆ, ἐκδüσεις Ποιüτητα, 2010).

Στὴν νεο-ὀθωμανικὴ αὐτὴ τουρκικὴ πρüκλησι χρειÜζεται, γιὰ λüγους στοιχειþδους αὐτοσυντηρÞσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ, διαφυλÜξεως τῆς ἐδαφικῆς του ἀκεραιüτητος καὶ ἐθνικῆς του αὐθυπαρξßας, καταλυτικὴ καὶ ἄμεση ἀπÜντησι. Δὲν πρüκειται φυσικὰ τὴν ἀπÜντησι αὐτὴ νὰ δþσω μὲ τὸ παρὸν ἄρθρο μου. Δὲν ἔχω τþρα θεσμικῶς τÝτοια ἁρμοδιüτητα, ἀντικροýσεως ἐπισÞμων ἀπüψεων Ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν ξÝνου κρÜτους.  Ἄλλοι εἶναι οἱ ἁρμüδιοι. Θὰ περιορισθῶ μüνον στὴν καταγραφὴ συγκεκριμÝνων ἐπιβαλλομÝνων ἀντιδρÜσεων. 

 

12.-  Ἂς προσÝξουμε  μερικὰ βÞματα νεο-ὀθωμανικῆς πολιτικῆς τῆς Τουρκßας :  Εἶναι γνωστüν, ὅτι τὸ πολýπαθον Πατριαρχεῖον Κωνσταν-τινουπüλεωςδεινῶς δοκιμÜζεται καὶ σÞμερα ὑπὸ τὴν τουρκικὴ κυριαρχßα. Οἱ Τοῦρκοι δὲν ἀναγνωρßζουν τὴν οἰκουμενικüτητÜ του καὶ τὸ ἔχουν ὑποτιμητικῶς θÝσει ὑπὸ τὴν ἐποπτεßα τοῦ ΝομÜρχου Κωνσταντινουπüλεως ὡς ἕνα κοινὸν ἐπιχþριο σωματεῖον. Περιορßζουν δὲ ἀσφυκτικῶς τὴν ἐπÜνδρωσß του μὲ τὴν νομοθετικὴν ἀξßωσιν οἱ ἱερÜρχες του καὶ ὁ εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν θρüνον ἀνερχüμενος ΠατριÜρχης νὰ εἶναι ὑποχρεωτικῶς τοῦρκοι ὑπÞκοοι. ἘπÜνδρωσι, ποὺ καθßσταται προβληματικὴ μὲ τὴν σημειουμÝνη τρομακτικὴ συρρßκνωσι τῶν ἙλλÞνων, ποὺ ἀπÝμειναν στὴν Κωνσταντινοýπολι καὶ τὴν τουρκικὴ ἐπικρÜτεια γενικῶς, ἀνερχüμενοι σÞμερα μüλις σὲ δýο ἕως τρεῖς χιλιÜδες περßπου, ἔναντι ἑκατοντÜδων χιλιÜδων, ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖ καὶ κυριαρχοῦσαν στὴν πνευματικὴ καὶ οἰκονομικὴ τῆς Κωνσταντινουπüλεως ζωÞ, ἀκüμη καὶ μÝχρι τὶς ὠργανωμÝνες ἀπὸ τὸ τουρκικὸ κρÜτος διþξεις καὶ λεηλασßες τοῦ 1955.

Ἔτσι οἱ Τοῦρκοι ἐπιδιþκουν καὶ προσδοκοῦν τὸ σýντομο σβýσιμο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχεßου ἀπὸ τὴν ἀδυναμßαν ἐπανδρþσεþς του. Μὲ ἀφÜντα-στον δὲ κυνισμὸ καὶ τὴν ἐπιδßωξß τους αὐτὴ τὴν μετατρÝπουν σὲ μÝτρο τῆς ἀσκουμÝνης νεο-ὀθωμανικῆς πολιτικῆς των. Τὸ ὁποῖο μÜλιστα καὶ ἠχηρῶς μεταμφιÝζουν ὡς δεῖγμα δῆθεν καλῆς θελÞσεως ἔναντι τῆς ἙλλÜδος καὶ συμφþνου πρὸς τὰ διεθνῆ νüμιμα συμπεριφορᾶς.  Ἔτσι, καὶ πρὸς παραπλÜνησι τῆς διεθνοῦς κοινῆς γνþμης καὶ παροχὴ βεβαßως ἀληθοφανῶν προσχημÜτων πρὸς δικαιολογßαν ὅσων ἐπὶ διεθνοῦς πεδßου χωρὶς ἐντροπὴ καὶ χÜριν ἰδιοτελεßας μüνον τοὺς ὑποστηρßζουν (κυρßως Η.Π.Α., κλπ.), οἱ Τοῦρκοι ἐμηχανεýθησαν καὶ προσφÝρουν τþρα τὴν τουρκικὴ ἰθαγÝνεια σὲ ὅσους Ἑλληνες κληρικοὺς ἐκτὸς Τουρκßας θÝλουν, προκειμÝνου νὰ ἀποκτÞσουν ἐκλογιμüτητα καὶ γιὰ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.  Μὲ τὸν τρüπον αὐτὸν ὁ νεο-ὀθωμανισμὸς ἀνθεῖ καὶ ἐπεκτεßνεται, μὲ τὴν ἀπüκτησιν ὑπηκüων καὶ ἐντὸς ἙλλÜδος, μÜλιστα μεταξὺ πεπαιδευμÝνων, ὑποτßθεται, ἙλλÞνων, εἰς τὰ πρüσωπα ὅσων ἙλλÞνων Ἱεραρχῶν ἔσπευσαν ἢ σπεýδουν νὰ καρπωθοῦν τὸ προσφερüμενον δÝλεαρ ! Τὸ θλιβερὸν καὶ κατÜπτυστον ἐπὶ τοῦ προκειμÝνου εἶναι, ὅτι εὑρßσκονται τÝτοιοι ἹερÜρχες, ἀπὸ προσωπικὴ ἰδιοτÝλεια καὶ μüνον ἀπαρνοýμενοι τὴν ἑλληνικÞ τους παρουσßα καὶ ἰθαγÝνεια. Ξαναζοῦμε οὐσιαστικῶς ἡμÝρες τουρκοκρατßας καὶ συμπεριφορὲς ἐκκλησιαστικῶν μας ταγῶν ἀνÜλογες πρὸς αὐτÝς, ποὺ τüσον ἐκφραστικῶς ἐστηλßτευσεν ἡ «Ἑλληνικὴ Νομαρχßα, ἤτοι Λüγος περὶ Ἐλευθερßας»,   ´´Συντεθεßς τε καὶ τýποις ἐκδοθεὶς ἰδßοις ἀναλþμασι πρὸς ὠφÝλειαν τῶν ἙλλÞνων παρὰ ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ, Ἐν Ἰταλßᾳ 1816´´,  ὅπως ἀναγρÜφεται ἤδη στὸ ἐξþφυλλο (βλÝπε τὴν β´ ἔκδοσι τοῦ σπουδαßου αὐτοῦ βιβλßου τοῦ νεοελληνικοῦ διαφωτισμοῦ, μὲ ἐκτενεστÜτη εἰσαγωγὴ καὶ ἐπιμÝλεια τοῦ ἀειμνÞστου Καθηγητοῦ ΝικολÜου Β. ΤωμαδÜκη,  ἔκδοσις Βιβλιοπωλεßου Ε. Γ. ΒαγιονÜκη,  Ἀθῆναι 1948, ἰδßως σελ. 113 ἑπ.).

Αὐτονüητη ἡ ἐπὶ τοῦ προκειμÝνου ἐπιβαλλομÝνη ἀντßδρασις : Νὰ μὴ βρεθῇ κανεὶς Ἕλλην ἸερÜρχης, ὁ ὁποῖος, ἀπαρνοýμενος τὴν ἑλληνικÞ του ταυτüτητα, νὰ ἀποδεχθῇ τὸ τουρκικὸ δἐλεαρ. Καὶ ὅσοι τυχὸν ὑπÝκυψαν στὸν ἰδιωφελῆ πειρασμü, συνειδητοποιοῦντες τὸ κατÜπτυστον ἐθνικü τους ὀλßσθημα, νὰ παραιτηθοῦν τοῦ αἰτÞματος ἀποκτÞσεως τῆς τουρκικῆς ἰθαγενεßας.

 

13.-  Τὰ ἀνωτÝρω περὶ αὐτοκεφαλßας καὶ τῶν μüνον ἀγαθῶν γιὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησßα καὶ τὸν Ἑλληνισμüν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ Πατριαρχεῖον συνεπειῶν της ἔχω ἤδη καὶ κατὰ τὸ παρελθὸν ἐκθÝσει μὲ τὰ δημοσιευθÝντα κεßμενÜ μου  «Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ διαμÜχη» (τῆς 8.10.2003) καὶ «ΣκÝψεις ἐπὶ τῆς ἀναθεωρÞσεως τοῦ ΣυντÜγματος» (τῆς 22.3.2006), τὰ ὁποῖα ἔχουν καταχωρισθῆ καὶ στὴν ἱστοσελßδα μου ( www.sartzetakis.gr). Ἀλλὰ καὶ εἶναι κοινῶς γνωστὰ σὲ ὅσους ἀπροκαταλÞπτως γνωρßζουν Ἱστορßα.

Ἐν τοýτοις οἱ ἀνιστορÞτως τὰ ἀντßθετα ὑποστηρßζοντες, μεταξὺ τῶν ὁποßων, ὅπως προεξÝθεσα,  καὶ ὁ π. Γεþργιος Δ. Μεταλληνüς,  οὐσιαστικῶς ἀποβλÝπουν στὴν ἄρσι τοῦ αὐτοκεφÜλου καὶ ἐπανυπαγωγὴ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησßας καὶ διοικητικῶς στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Λýσις, τὴν ὁποßα ὑποθÜλπει καὶ τὸ ἴδιο τὸ Πατριαρχεῖο, ἂν κρßνουμε ἀπὸ τὰ κατὰ τὰ τελευταῖα χρüνια, ἤδη ἐπὶ ἡμερῶν τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκüπου Χριστοδοýλου, καμþματÜ του καὶ ἀναχρονιστικὲς ἀξιþσεις του ἐπὶ τῶν Μητροπüλεων τῶν ΝÝων χωρῶν (Βορεßου ἙλλÜδος), μὲ τὴν ἐξ αὐτῶν προκληθεῖσα κρßσι συνειδÞσεως στὸ ὀρθüδοξο πλÞρωμα.  Δηλαδὴ λýσις, ὁδηγοῦσα ἐμμÝσως στὴν διοικητικὴν ἐποπτεßαν ἐπὶ ὁλοκλÞρου τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησßας τοῦ τοýρκου ΝομÜρχου Κωνσταντινουπüλεως ! Δηλαδὴ περιαγωγÞ της σὲ κατÜστασι χειρο-τÝρα τῆς κρατοýσης ἐπὶ τουρκοκρατßας, κατὰ τὴν ὁποßαν ἐπὶ τÝλους ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορßας, ὁ ἴδιος ὁ ΣουλτÜνος, ἐπþπτευε τὸ Πατριαρχεῖο καὶ τἰς στὴν ἐπικρÜτειÜ της Ὀρθüδοξες Ἐκκλησßες καὶ ὄχι πολὺ κατþτερον κρατικὸν ὄργανον, ὅπως τþρα ὁ ΝομÜρχης Κωνσταντινουπüλεως !  Ἂς προστεθῇ δὲ καὶ τὸ γεγονüς, ὅτι παρüμοιες ἀναχρονιστικὲς ἐπιδιþξεις διοικη-τικῆς ἐπανυπαγωγῆς εἰς αὐτὸ δὲν ἐτüλμησε τὸ Πατριαρχεῖο νὰ προβÜλῃ ἔναντι καμμιᾶς ἄλλης αὐτοκεφÜλου Ὀρθοδüξου Ἐκκλησßας. Τὸ πρÜττει ἀδιστÜκτως μüνον ἔναντι τῆς Ἑλληνικῆς, μὲ ἀÞθη ἐκμετÜλλευσιν συναισθηματικῆς ἐνδοτι-κüτητος τοῦ εὐσεβοῦς ἑλληνικοῦ λαοῦ ἔναντß του, ὡς διασῴζοντος τὴν ἑλληνικüτητÜ του. 

Ἐπὶ τῆς ἐξοργιστικῆς ἀνωτÝρω προτÜσεως διοικητικῆς ἐπανυπαγωγῆς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησßας εἰς τὸ Πατριαρχεῖον, μὲ τὶς πρüδηλες ἐθνικῶς ἀπαρÜδεκτες συνÝπειÝς της, δὲν ἔχω νὰ προσθÝσω τßποτε. Μüνον, ὅτι οἱ ταῦτα προτεßνοντες θὰ πρÝπει ἐπὶ τÝλους νὰ συνειδητοποιÞσουν : (α) ὅτι τÝτοια ἐθελüδουλη νοσταλγßα ἐπανüδου στὰ ἐπὶ τουρκοκρατßας ἰσχýσαντα, καὶ χειρüτερα ἀκüμη, δὲν ἀνεφÜνη σὲ καμμιὰ ἄλλη ὑπὸ ὀθωμανικὴ κυριαρχßα ἄλλοτε χþρα (βαλκανικÞ) καὶ τþρα μὲ αὐτοκÝφαλη Ὀρθüδοξη Ἐκκλησßα· καὶ  (β) ὅτι μὲ τὶς θÝσεις τους αὐτὲς προωθοῦν τὴν ὑλοποßησι τῆς νεο-ὀθωμανικῆς πολιτικῆς τῆς σημερινῆς Τουρκßας, ἀφοῦ ξαναφÝρνουν τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησßα στὸ ἐπὶ τουρκοκρατßας καὶ χειρüτερο ἀκüμη καθεστþς της.

Καὶ ἡ σχετικῶς πρὸς τὸ προκεßμενο θÝμα ἐπιβαλλομÝνη ἀντßδρασις πρὸς ἀνÜσχεσι τοῦ ἐπὶ ἐκκλησιαστικοῦ πεδßου νεο-ὀθωμανισμοῦ ὑπαγορεýει : νὰ παýσῃ ἐπὶ τÝλους ἡ τετραμερὴς διοικητικὴ διαßρεσις τοῦ Ἑλληνικοῦ χþρου γιὰ τὴν κρατικÞν μας θρησκεßαν εἰς (1) τὴν Ἐκκλησßαν τῆς ἙλλÜδος, καλýπτουσαν διοικητικῶς τὶς Μητροπüλεις τῆς ἀρχικῶς ἀπελευθερωθεßσης ἙλλÜδος πλÞρως, (2) ἀλλὰ αὐτὲς τῶν «ΝÝων χωρῶν», δηλαδὴ τῶν ἀπελευθερωθεισῶν μὲ τοὺς βαλκανικοὺς πολÝμους περιοχῶν τῆς Βορεßου ἙλλÜδος, μüνον «ἐπιτροπικῶς» κατὰ παραχþρησιν (!) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχεßου, (3) εἰς τὸ ὁποῖον ἀνÞκουν ἐπßσης αἱ Μητροπüλεις νÞσων τοῦ Ἀνατολικοῦ Αἰγαßου, καὶ (4) εἰς τὴν ἡμιαυτüνομον Ἐκκλησßαν τῆς ΚρÞτης. Καὶ βεβαßως τὸ ἀρχαῖον προνομιακὸν  καθεστὼς τοῦ αὐτοδιοικÞτου Ἁγßου Ὄρους. Διαßρεσις πρωτοφανὴς καὶ μοναδικὴ σὲ ὁλüκληρο τὸν ἀνὰ τὴν οἰκουμÝνην Ὀρθüδοξον χῶρον !

Μὲ τὴν ἐξαßρεσι, γιὰ εὐνοÞτους λüγους, τοῦ Ἁγßου Ὄρους, ἐθνικὴ ἀναγκαιüτης ἐπιβÜλλει τὴν κατὰ πÜντα ἑνüτητα καὶ διοικητικῶς τῆς Ἐκκλησßας μας ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ χþρου καὶ τὴν ἐντεῦθεν ἐπὶ πÜντων σýμπνοια τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ,κατὰ τοὺς σημερινοὺς μÜλιστα σκοτεινοὺς καιροὺς πολλαπλῶν εἰς βÜρος τῆς ἐθνικῆς καὶ ἐδαφικῆς μας Üκεραιüτητος ἐπιβουλῶν.-

 

ΝÝα ΠεντÝλη, 28η Σεπτεμβρßου 2010.