·        Θρήσκευμα  καὶ  ἀστυνομικἐς  ταὐτότητες.

 

Τὴν ἄνοιξιν τοῦ 2000 ἐξ ἀδοκήτου κυβερνητικῆς ἀποφάσεως περὶ μὴ ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος εἰς τὶς ἐκδιδόμενες νέες ἀστυνομικὲς ταὐτότητες άνέκυψεν ὀξυτάτη ἀντιπαράθεσις Πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας.

Ἀκαίρως καὶ ἀτόπως, ἀφοῦ, ἐκτὸς δογματικῶν ἰδεολογικῶν ἀγκυλώσεων, δὲν συνέτρεχε κανένας ἀπολύτως λόγος ἀνατροπῆς τῆς ἀνέκαθεν καὶ ἀδιαλείπτως ἰσχυούσης πρακτικῆς τῆς ἀναγραφῆς καὶ τοῦ θρησκεύματος εἰς τὶς άστυνομικὲς ταὐτότητες. Ἐνῷ ἐξ ἄλλου καὶ καμμία διεθνὴς ὑπὲρ τῆς ἀπαλείψεώς του ὑποχρέωσις ἔναντι οἱουδήποτε, φέρ’ εἰπεῖν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, δὲν ἐβάρυνε τὴν Ἑλλάδα.

Τὸ γεγονός, ὡς ἦτο ἑπόμενον, προεκάλεσε τὴν ἄμεσον ἀντίδρασιν τῆς Ἐκκλησίας  καὶ συγκίνησιν εἰς εὐρύτατα στρώματα τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἐκδηλώσαντος παντοιοτρόπως, καὶ δι’ ὀγκωδεστάτων συγκεντρώσεων, τὴν πρὸς τὸ μέτρον ἀντίθεσίν του.

Ἐσφαλμέναι καὶ ἀθεμελίωτοι ἑκατέρωθεν τοποθετήσεις καὶ ἐνέργειαι συνεσκότισαν τὴν οὐσίαν τοῦ ζητήματος καὶ ἠμπόδισαν τὸν ἀντικειμενικὸν καὶ νηφάλιον προβληματισμόν. Ὁ ὁποῖος καὶ  ἐπιβάλλεται πρὸς ἀποτροπὴν τοῦ κινδύνου ἐθνοβλαβοῦς ρήξεως εἰς τὰς παραδοσιακῶς ἁρμονικὰς σχέσεις μεταξὺ Πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας.

Εἰς αὐτὸ ἀπέβλεψε καὶ ἡ ἐν συνεχείᾳ καταχωριζομένη δημοσία δήλωσις:

 

 

Νέα Πεντέλη, 8η Ἰουνίου 2000.

Ὁ τέως Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας Κύριος Χρῆστος Α. Σαρτζετάκης προέβη εἰς τὴν ἀκόλουθον δήλωσιν :

« Ἐνῷ ἡ χώρα μας ἀντιμετωπίζει σοβαρώτατα προβλήματα ἐν ὄψει καὶ τῶν διαγραφομένων κοσμογονικῶν καὶ διὰ τὴν γεωγραφικήν μας περιοχὴν ἐξελίξεων, ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία ἐπὶ ἑβδομάδες τώρα σύρεται σὲ μιὰ ἀνωφελῆ ἀντιπαράθεσι μὲ ἐπίκεντρον τό, ἀδοκητως καὶ τοὐλάχιστον ἀνεπικαίρως ἀνακῦψαν, θέμα τῆς ἀναγραφῆς ἢ μὴ τοῦ θρησκεύματος εἰς τὶς νέες ἀστυνομικὲς ταὐτότητες. Νηφαλιότης καὶ σύνεσις ὑπαγορεύουν τὴν συνειδητοποίησιν ἀπὸ ὅλους ὡρισμένων ἀπροσμαχήτων ἀληθειῶν.

 

α)  Εἶναι ἀναμφισβήτητον, ὅτι ἀνέκαθεν τὸ θρήσκευμα ἀποτελοῦσε ἕνα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς ἐθνικῆς μας ἰδιοσυστασίας. Αὐτὸς ὁ πατὴρ τῆς Ἱστορίας Ἡρόδοτος ἐπισημαίνει τοῦτο, λέγων διὰ τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος ἐπὶ λέξει ( Ἱστορίαι VIII 144 ), ὅτι «τὸ ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον καὶ  θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι, ἤθεά τε ὁμότροπα». Καὶ αὐτὸ ἐπαληθεύεται καθ’ ὅλην τὴν διαδρομὴν τῶν αἰώνων, ποὺ ἠκολούθησαν μέχρι σήμερα. Ἀρκεῖ ἡ ὑπόμνησις, ὅτι τὸ ἔθνος μας κατώρθωσε νὰ ἐπιβιώσῃ κατὰ τοὺς μακροὺς μαρτυρικοὺς αἰῶνες τῆς δουλείας (λατινοκρατίας καὶ τουρκοκρατίας ) κατ’ ἐξοχὴν χάρις εἰς τὴν θρησκευτικήν του διαφοροποίησιν ἀπὸ τοὺς κατακτητάς, ἡ ὁποία καὶ ἠμπόδισεν ἐκτεταμένες ἐπιμειξίες καὶ κατ’ ἀκολουθίαν τὴν ἀφομοίωσίν του ἀπὸ αὐτούς. Μή ξεχνᾶμε ἀκόμη, ὅτι τὸν ἀπελευθερωτικὸν ἀγῶνα τοῦ 1821  οἱ ἀγωνισταὶ ἐκεῖνοι διεξήγαγον , ὅπως οἱ ἴδιοι εἰς ἀπομνημονεύματά των ἀναφέρουν, «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν τὴν ἁγίαν καὶ της Πατρίδος τὴν ἐλευθερίαν».  Ἀλλὰ καὶ πλέον προσφάτως, κατὰ τὴν ἐποχὴν τῶν πατέρων μας, οἱ ξένες εἰς βάρος τῆς, ἑλληνικῆς ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια, Μακεδονίας βλέψεις ἐμεθοδεύθησαν μὲ ἀφετηρία τὸ βουλγαρικὸ σχίσμα καὶ ἔρεισμα τὴν θρησκευτικὴ διαφοροποίησι μεταξὺ Πατριαρχικῶν, ποὺ ἐπέμειναν εἰς τὴν ἑλληνικότητά των, καὶ τῶν ὀπαδῶν τῆς βουλγαρικῆς ἐξαρχίας διαφοροποίησις, ἡ ὁποία καὶ ὡδήγησεν εἰς τὴν ἐπιδίωξι τοῦ ἀφελληνισμοῦ διὰ τῆς συστηματικῆς ἐξοντώσεως ἀπὸ κατευθυνομένους κομιτατζῆδες τῶν προὐχόντων κάθε χωριοῦ ( : Προέδρου τῆς Κοινότητος, Παπᾶ καὶ Δασκάλου ) καὶ ἔτσι ἐξηναγκασμένης διὰ τῆς τρομοκρατίας ὑπαγωγῆς εἰς τὴν Βουλγαρικὴν Ἐξαρχίαν,  ὁπότε καὶ θὰ ἐνεφανίζετο ἡ Μακεδονία ὡς βουλγαρική, ἐπιδίωξις, ἡ ὁποία τελικῶς ἐναυάγησε χάρις εἰς τὸν περίλαμπρον Μακεδονικὸν ‘Αγῶνα καὶ τὸ ἀδάμαστον ἑλληνικὸν φρόνημα τῶν γηγενῶν κατοίκων τῆς Μακεδονίας.- Ἑπομένως μόνον ἀνιστόρητοι καὶ ἀμαθεῖς ἢ καὶ δογματικῶς ἐμπαθεῖς εἶναι δυνατόν, νὰ  ἀρνοῦνται τὴν ἰδιότητα τοῦ θρησκεύματος ὡς στοιχείου τῆς ἐθνικῆς μας ἰδιοσυστασίας. Πρᾶγμα ἄλλωστε ποὺ ἀνταποκρίνεται καὶ πρὸς στοιχειώδη κοινωνιολογικὴ διαπίστωσι, κατὰ τὴν ὁποία τὸ θρήσκευμα, τὸ ὁποιοδήποτε θρήσκευμα, ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τοὺς ἐξέχοντες κοινωνικοὺς παράγοντες, ἴσως καὶ τὸν ὑπέρτερο, διαχρονικῶς καὶ εἰς ὅλα τὰ γεωγραφικὰ μήκη καὶ πλάτη.

 

β)   Ἀλλὰ ἰσοσθενὴς πρὸς τὴν ἀνωτέρω εἶναι καὶ ἡ ἀλήθεια, ὅτι μόνον ἡ Πολιτεία δικαιοῦται νὰ καθορίζῃ τὶς σχέσεις της πρὸς τοὺς πολίτες, ἑπομένως καὶ τὸ τὶ θὰ περιλαμβάνουν ἀναφερόμενα εἰς αὐτοὺς δημόσια ἔγγραφα, ἄρα καὶ οἱ ἀστυνομικὲς ταὐτότητες. Καὶ ἡ καταφανὴς αὐτὴ ἀλήθεια δὲν χρειάζεται ἄλλη στήριξι. Ἀντιθέτως ἀποδυναμώνεται μὲ τὴν ἐπίκλησι ἀμφιβόλων θέσεων, ὡς περὶ τῆς, δῆθεν,  ἀντισυνταγματικότητος τῆς ὑποχρεωτικῆς ἢ καὶ προαιρετικῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος εἰς τὶς ἀστυνομικὲς ταὐτότητες, ἢ καὶ αὐτοφώρως ψευδῶν ἐπιχειρημάτων, ὅπως ὅτι ἡ ἀπάλειψις τοῦ θρησκεύματος ἀποτελεῖ, δῆθεν, ὑποχρέωσιν ἐκ τῆς συμμετοχῆς μας εἰς τὴν Εὐρωπαϊκὴν Ἕνωσιν, ἢ ὅτι ἡ ἀναγραφή του καθιερώθη εἰς τὴν χώραν μας, δῆθεν, κατὰ τὴν περίοδον τῆς γερμανικῆς κατοχῆς ! Σχετικῶς, ἂς ὑπομνησθῇ, ὅτι ἀνέκαθεν τὰ ἀπογραφικὰ δελτία, ἀνεξαιρέτως εἰς ὅλες τὶς ἐπίσημες ἀπογραφὲς τοῦ πληθυσμοῦ, διαλαμβάνουν καὶ εἰδικὴν περὶ τοῦ θρησκεύματος μνείαν.

 

Καὶ φυσικὰ κανένας δὲν ἐκινδύνευσε ποτὲ εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐξ αἰτίας τῶν θρησκευτικῶν του πεποιθήσεων, χωρὶς βεβαίως καὶ νὰ ἐπιτρέπεται ἡ, κατ’ἐπίκλησιν αὐτῶν, παραβίασις τοῦ Συντάγματος καὶ τῶν κειμένων νόμων (ὅπως ἀπὸ τοὺς Ἰεχωβάδες, ὅταν ἠρνοῦντο νὰ πάρουν ὅπλα, δηλαδὴ οὐσιαστικῶς τὴν στράτευσιν). Ἀντιθέτως μάλιστα οἱ θρησκευτικὲς μειονότητες εἰς τὴν Ἑλλάδα ἔτυχαν κάθε προστασίας καὶ τυγχάνουν πάντοτε εὐνοϊκῆς μεταχειρίσεως. Ὅπως συνέβη κατὰ τὴν περίοδον τῆς τριπλῆς ξένης (γερμανο-ἰταλο-βουλγαρικῆς) κατοχῆς μὲ τοὺς Ἑβραίους, ἀρκετοὶ τῶν ὁποίων καὶ ἐσώθησαν, ἀπὸ τὴν χιτλερικὴν ἰδίως θηριωδίαν, χάρις εἰς τὴν ἄκρως ἐπικίνδυνην εὐτολμίαν καὶ τὰ ἐνεργήματα Ὀρθοδόξων συμπολιτῶν των, καὶ αὐτοῦ τοῦ τότε Πρωθιεράρχου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἀειμνήστου Δαμασκηνοῦ. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία μεταπολεμικῶς ἐξαιρέτως εὐηργέτησε τοὺς Ἑβραίους, ὡς ὅταν π.χ.  μὲ τὸν ἀναγκαστικὸν νόμον ὑπ’ ἀριθ. 846 ἔτους 1946 κατήργησε τὸ κληρονομικὸν δικαίωμα τοῦ Κράτους ἐπὶ τῶν περιουσιῶν τῶν ἀπολεσθέντων μὲ τοὺς φυλετικοὺς διωγμούς, χωρὶς νὰ ἀφήσουν κληρονόμους, Ἑβραίων καὶ ὥρισεν, ὅτι οἱ περιουσίες των περιέρχονται ὄχι εἰς τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος, ὅπως γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους Ἕλληνες πολίτες, ποὺ ἀποθνήσκουν χωρὶς κληρονόμους, ἀνέκαθεν ἴσχυε καὶ ἰσχύει, ἀλλὰ εἰς τόν, εἰδικῶς συσταθέντα, Ὀργανισμὸν Περιθάλψεως καὶ Ἀποκαταστάσεως Ἰσραηλιτῶν Ἑλλάδος (Ο.Π.Α.Ι.Ε.), μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ὀλίγοι διασωθέντες Ἑβραῖοι νὰ καρπωθοῦν ἔτσι οὐσιαστικῶς τὶς περιουσίες πάμπολλων ἐξοντωθέντων ὁμοθρήσκων των. Ἐπίσης, δείγματα ἐπισήμου εὐνοίας ἔχομεν καὶ ἔναντι τῆς μουσουλμανικῆς μειονότητος, ὡς ὅταν ἐπιτρέπεται ἡ κατ’ ἐξαίρεσιν εἰσαγωγὴ μουσουλμανοπαίδων εἰς τὰ Ἑλληνικὰ Πανεπιστήμια, χωρὶς δηλαδὴ νὰ ὑποβάλλωνται εἰς τὶς αὐτὲς μὲ τοὺς ἄλλους ὑποψηφίους εἰσαγωγικὲς ἐξετάσεις.

 

γ) Ἂς παύσῃ λοιπὸν τὸ καταγέλαστο παραμῦθι, ὅτι δῆθεν μὲ τὴν ἀναγραφὴν τοῦ θρησκεύματος εἰς τὶς ἀστυνομικὲς ταὐτότητες παραβιάζονται «προσωπικὰ δεδομένα» (ὡς ἐὰν οἱ θρησκευτικὲς πεποιθήσεις τῶν πολιτῶν διετηροῦντο μυστικὲς καὶ μὲ τὴν ἀναγραφὴν μόνον θὰ ἀπεκαλύπτοντο !) καὶ ἀκόμη, ὅτι διὰ τῆς μὴ ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος ἀποφεύγονται διακρίσεις, δῆθεν, εἰς βάρος ἀλλοδόξων (μὴ Ὀρθοδόξων).

 Ἁπλούστατα ἡ μὴ ἀναγραφὴ ἀποτελεῖ ἐπιλογήν, τὴν ὁποίαν ἡ Πολιτεία, διὰ τῶν νομίμως συντεταγμένων καὶ λαοπροβλήτων ὀργάνων της, ἐν δικαιώματι προκρίνει. Πρὸς τὴν πολιτικὴν αὐτὴν ἐπιλογὴν ἠμπορεῖ οἱοσδήποτε Ἕλλην πολίτης νὰ ἔχῃ ἀντιρρήσεις, ἑπομένως καὶ θρησκευτικοὶ λειτουργοὶ καὶ ταγοί. Ἀλλὰ οἱ πολιτικὲς ἐπιλογὲς μόνον πολιτικῶς ἐλέγχονται καὶ τελικῶς διὰ τῆς λαϊκῆς, κατὰ τὶς ἐκλογές, ψήφου. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία μας ὡς ὠργανωμένη ὀντότης, ὡς νομικὸν πρόσωπον δημοσίου δικαίου δὲν ἔχει λόγον ἐπὶ τοῦ θέματος. Καὶ ἐκκοσμικεύει πολιτικοποιοῦσα τὴν ἀποστολήν της, ὅταν κατέρχεται διὰ τὸ προκείμενον θέμα εἰς ἀντιπαράθεσιν πρὸς τὴν Πολιτείαν. Καὶ ὅταν μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ὁδηγεῖ πιστούς της, ἔστω ἀθελήτως, εἰς τὸν ὀλισθηρὸν δρόμον τῆς πολιτικῆς ἀνυπακοῆς. Ἡ ὁποία καὶ πρὸς Ἱερὰ κείμενά της εὐθέως ἀντιτίθεται. Καὶ ἐπὶ πλέον, δὲν ἔχει διέξοδον, ἀφοῦ ἡ πρὸς τὴν Πολιτείαν ἀντιπαράθεσις ἀναμφιβόλως καὶ ἀναποτελεσματικὴ θὰ ἀποδειχθῇ καὶ τελικῶς ἴσως τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία μόνον νὰ βλάψῃ.

 

δ)  Ἡ ἐθνική μας ἰδιοσυστασία δὲν θίγεται καὶ δὲν κινδυνεύει ἀπὸ τὴν μὴ ἀναγραφὴν τοῦ θρησκεύματος εἰς τὶς ἀστυνομικές μας ταὐτότητες. Ὅσοι ἀγωνιοῦν διὰ τὴν ἐθνικήν μας ἐπιβίωσιν δι’ ἄλλα ἂς μεριμνήσουν. Νὰ ἀγωνισθοῦν ἐναντίον τῆς γλωσσικῆς μας παρακμῆς καὶ τῆς ἱστορικῆς μας ἀμνησίας, ποὺ συστηματικῶς καὶ προγραμματισμένως ἀπὸ δεκαετιῶν ἤδη, μὲ τὴν νομοθετικὴν δολοφονίαν τῆς εὐλογημένης ἑλληνικῆς μας γλώσσης καὶ τὴν ἠθελημένην διαστροφὴν τοῦ ἱστορικοῦ μας παρελθόντος, χαλκεύονται. Καὶ ποὺ ἀποτελοῦν τὸν πραγματικὸν ἐθνικόν μας κίνδυνον, ὄντος δεδομένου, ὅτι ἐθνικὲς κοινότητες, ποὺ χάνουν τὴν γλῶσσαν των καὶ ξεχνοῦν τὴν Ἱστορίαν  των, βαθμηδὸν ἐξαφανίζονται.

 

Καὶ ἡ ἀνέγερσις μουσουλμανικοῦ τεμένους εἰς τὴν περιοχὴν τῆς πρωτευούσης ἀδίκως ἐπισύρει ἐπικρίσεις. Ἡ ἀνεξιθρησκεία εἶναι στοιχεῖον τοῦ πατρογονικοῦ μας πολιτισμοῦ. Ἤδη εἰς τὰς ἀρχαίας Ἀθήνας ὑπῆρχε βωμὸς «τῷ ἀγνώστῳ θεῷ». Τὸ ἐν προκειμένῳ συζητήσιμον, καὶ αὐτὸ ἐπὶ πολιτικοῦ μόνον – διακρατικοῦ - ἐπιπέδου, ἠμπορεῖ νὰ εἶναι μόνον ἡ ἐκ μέρους μας ἐπίκλησις τῆς ἀρχῆς τῆς ἀμοιβαιότητος. Τίποτε ἄλλο.-

 

Εὔχομαι ἡ λογικὴ καὶ ἡ σύνεσις νὰ πρυτανεύσουν εἰς ὅλους. Διὰ νὰ μὴ ὁδηγηθοῦμε σὲ ἀνοήτους διχασμούς, οἱ ὁποῖοι ἠμπορεῖ τελικῶς νὰ ἀποδειχθοῦν ὡς σατανικῶς ἐπινοηθεῖσα αὐτοπαγίδευσις διὰ τὸν ἀποπροσανατολισμὸν τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ ἀπὸ τὰ ἀληθινά του προβλήματα καὶ τοὺς άληθινοὺς κινδύνους, ποὺ ἐπαπειλοῦν τὰ ἐθνικά μας δικαιώματα καὶ τὰ ἐθνικά μας συμφέροντα ».-

Ἡ Ἰδιαιτέρα Γραμματεὺς

   Κατερίνα Ε. Σαρτζετάκη