ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ  ΔΙΑΜΑΧΗ

ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

 

Ὑπὸ

ΧΡΗΣΤΟΥ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗ

 

^*^*^*^

 

Ἡ τελευταίως σοβοῦσα ἐκκλησιαστικὴ διαμάχη μεταξὺ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἰδιαιτέρως προβληματίζει ὅλους τοὺς σκεπτομένους Ἕλληνας. Διότι καὶ ἐθνικὰς ἐπιπτώσεις ἐμφανίζει καὶ πολιτικοὺς σκοποὺς κατὰ τὰ κίνητρα καὶ τὰ ἀποτελέσματά της, καταφανῶς βλαπτικοὺς διὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸν Ἑλληνισμόν, ὑπηρετεῖ. Διὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς καὶ παρενέβη δημοσίως εἰς τὴν διαμάχην αὐτὴν ὁ Πρόεδρος Χρῆστος Α. Σαρτζετάκης διὰ τοῦ κατωτέρω ἄρθρου του, τὸ ὁποῖον ἐδημοσιεύθη εἰς τὰς ἐφημερίδας τῶν Ἀθηνῶν ΕΣΤΙΑΝ (σ. 6) τοῦΣαββάτου 18.10.2003, ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΥΠΟΝ (ἔνθετον «Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνισμός», σ. 4-5) τῆς Κυριακῆς 19.10.2003, καὶ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΝ (σ. 30, 51-52) τῆς αὐτῆς Κυριακῆς 19.10.2003, ὡς καὶ εἰς τὸ ἑβδομαδιαῖον περιοδικὸν ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ τῆς 17.10.2003 (τεῦχος ὑπ’ ἀριθ. 1386, σ.28-30 καὶ 43).-

 

 

1.- Μὲ κατάπληξιν καὶ ἄναυδος παρακολουθεῖ ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς τὴν τρέχουσαν ἐκκλησιαστικὴν διαμάχην μεταξὺ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ ὁποία καὶ ὅλως ἀτόπως ἤχθη εἰς τὴν δημοσιότητα,  διὰ τῶν ἐπανειλημμένων δημοσίων δηλώσεων τοῦ Πατριάρχου, ἐνῷ ὁ προκαθήμενος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, φρονίμως ποιῶν, ἀπέφυγε πᾶσαν δημοσίαν ἐπὶ τοῦ θέματος ἀναφοράν. Καὶ δὲν ἦτο μόνον ὁ ἐκ τῆς γνωστοποιήσεως τῆς διαμάχης κίνδυνος νὰ καταστῇ αὐτὴ ἀντικείμενον ἀνευθύνων, ἀμαθῶν καὶ προχειρολόγων ἢ καὶ κακοήθων κονδυλοφόρων. Διότι, ἐὰν ἐπρόκειτο περὶ πνευματικῆς διαμάχης, ἀσφαλῶς θὰ ἐπεβάλλετο ἡ δημοσιότης, διὰ νὰ γνωρίζῃ ἐπὶ τέλους τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τὰς διαφιλονεικουμένας δογματικὰς ροπὰς καὶ λάβῃ θέσιν ἐπ’ αὐτῶν. Ἐνῷ εἰς τὴν περίπτωσιν πρόκειται περὶ καθαρῶς διοικητικῆς, δηλαδὴ κοσμικῆς, διαμάχης, οὐσιαστικῶς περὶ ὑπαγωγῆς εἰς τὴν μίαν ἢ τὴν ἄλλην Ἐκκλησίαν τῶν Μητροπόλεων ἀπελευθερωθεισῶν μετὰ τὸ 1912 ἑλληνικῶν χωρῶν. Καὶ βεβαίως ἡ ἀναγωγὴ τῆς ἐπὶ τούτου διαφορᾶς εἰς δημόσιον θέαμα, μὲ διοχετευομένας μάλιστα διὰ τοῦ τύπου ἀπειλὰς περὶ ἐπικειμένων δεινῶν, ἐὰν ἡ Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία δὲν ὑποκύψῃ εἰς τὰς Πατριαρχικὰς ἀξιώσεις, καί, ἀκόμη χειρότερον, μὲ ἐνυπογράφους, «ἐνημερωτικάς», ὑποτίθεται, ἐπιστολὰς πρὸς πολιτικὰ πρόσωπα, ὡς ἀναπόφευκτον ἀποτέλεσμα ἔχει μόνον τὴν καταρράκωσιν τοῦ κύρους τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ οἱαδήποτε λύσις καὶ ἂν τελικῶς ἐπικρατήσῃ, θὰ ἐξέλθῃ ἐκ τῆς διαμάχης ταπεινωμένη ἡ ἑτέρα πλευρά, μειουμένης οὕτω εἰς τὰς συνειδήσεις τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πνευματικῆς, κυριολεκτικώτερον τῆς ἐκκλησιαστικῆς της, ἀκτινοβολίας. Ἐνῷ, ἐξ ἄλλου, ἡ ὑπὸ οἱανδήποτε μορφὴν προσφυγὴ Ἐκκλησιαστικῶν Ἡγετῶν εἰς κοσμικοὺς ἄρχοντας διὰ διοικητικὰ θέματα μαρτυρεῖ ἔκπτωσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου καὶ βεβαίως ὑποσκάπτει τὸ αὐτοδιοίκητον τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν, τὸ ὁποῖον καὶ δὲν πρέπει νὰ νοθεύεται διὰ προκαλουμένων ἢ καὶ ἐμμέσως ἔστω ἐξαιτουμένων ὑπ’ αὐτῶν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἡγετῶν παρεμβάσεων κοσμικῶν ἐξουσιῶν.

 

2.- Ἡ διαμάχη φέρεται, ὅτι ἔχει ἔρεισμα τὴν ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου ἐπικαλουμένην ἀνάγκην τηρήσεως ἐκκλησιαστικῶν κανόνων, συγκεκριμένως τῆς ὑπ’ ἀριθ. πρωτ. 2231 ἀπὸ 4.9.1928  Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Πράξεως, ἡ ὁποία (ὑπὸ στοιχ. Ε΄) προέβλεπε τὴν ἔγκρισιν ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ συντασσομένου ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καταλόγου τῶν ἐκλεξίμων ἀρχιερέων τῶν ἐν τῇ Πράξει «νέων χωρῶν». Ἀλλὰ ἡ ἐπίκλησις αὐτὴ εἶναι ἀπρόσφορος, ἀφοῦ τοιαύτη ἔγκρισις οὐδέποτε ἀπῃτήθη ὑπὸ τῆς ἑκάστοτε κειμένης νομοθεσίας, ἡ ὁποία καθορίζει λεπτομερῶς τὰ τῆς ἐκλογῆς τῶν Ἀρχιερέων τῶν ἀπελευθερωθεισῶν μετὰ τὸ 1912 περιοχῶν. Οὕτω δὲν ἀπῃτήθη ἀρχικῶς ὑπὸ τοῦ ὑπ’ ἀριθ. 3615 τῆς 10/11.7.1928 νόμου «περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως τῶν ἐν ταῖς Νέαις Χώραις τῆς Ἑλλάδος Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου»∙ εἶναι δὲ σχετικῶς ἐκτὸς λογικῆς ἡ ἄποψις, ὅτι δῆθεν ἡ ἐν λόγῳ Πρᾶξις ἐκυρώθη ὑπὸ τοῦ νόμου τούτου, ἀφοῦ ὁ νόμος προηγήθη χρονικῶς τῆς Πράξεως καὶ βεβαίως δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ κυρώσῃ μεταγενεστέραν τῆς ὑπάρξεώς του Πρᾶξιν ! Ἐνῷ καὶ ἡ περιστασιακὴ ἀναφορὰ τοῦ κωδικοποιημένου νόμου 5438 τοῦ 1932 εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ὡς περιλαμβάνουσαν « τὴν τε αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος καὶ τὰς ἐν αὐτῇ Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου συνῳδὰ τῷ νόμῳ 3615 τῆς 11 Ἰουλίου 1928 καὶ τῇ ἀπὸ 14 Σεπτεμβρίου ἰδίου ἔτους Πατριαρχικῇ καὶ Συνοδικῇ Πράξει»,  δὲν εἶναι ἑρμηνευτικῶς ἐπιτρεπτὀν νὰ ὑποληφθῇ ὡς ἐνσωματοῦσα, χωρὶς ρητὴν περὶ τούτου ἀναφοράν, εἰς τὴν Ἑλληνικὴν νομοθεσίαν τοὺς ὁρισμοὺς τῆς Πράξεως αὐτῆς καὶ μάλιστα ἐπὶ σημείων περιεχόντων ρύθμισιν διάφορον ἐκείνης, τὴν ὁποίαν ὁ νομοθέτης ἐπέλεξε καὶ λεπτομερῶς καθώρισε. Τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ ὑπὸ τὸν νεώτερον νόμον 590/1977 «περὶ τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», ὁ ὁποῖος ὁρίζων καὶ αὐτός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος περιλαμβάνει καὶ τὰς Μητροπόλεις τῶν ἀπελευθερωθεισῶν μετὰ τὸ 1912 χωρῶν (ἄρθρον 11 παρ. 1 ὑπὸ Β΄), ὡς καὶ τὰ τοῦ τρόπου ἐκλογῆς τῶν Ἀρχιερέων εἰς ὅλας τὰς Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος χωρὶς διάκρισιν (ἄρθρα 17 ἑπόμενα), εἰς καμμίαν ἀπολύτως διάταξιν δὲν ἀξιώνει διὰ τὴν ἐκλογὴν οἱουδήποτε Ἀρχιερέως Πατριαρχικὴν ἔγκρισιν. Ὡς δὲ ὀρθῶς ἀπεφάνθη ἤδη καὶ τὸ Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας, ὁ περὶ ἐγκρίσεως ὅρος τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1928 δὲν περιεβλήθη συνταγματικὴν ἰσχύν διὰ τῆς ἀορίστου εἰς τὴν Πρᾶξιν αὐτὴν ἀναφορᾶς τοῦ ἄρθρου 3 παρ. 1 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος, ὥστε νὰ κατισχύῃ τῆς ἀνωτέρω νομοθετικῆς ρυθμίσεως.  Ἐξ ἄλλου, ὡς ἰδιαιτέρως τονίζεται, ὁ περὶ ἐγκρίσεως ὅρος ἔμεινεν ἀνενεργὴς ἔκτοτε, ἐπὶ 75 ἤδη χρόνια, εἰς τρόπον ὥστε ἡ ἐνεστῶσα τόσον καθυστερημένη ἐπίκλησίς του ἐμβάλλει εἰς πολλὰς σκέψεις περὶ τῆς σκοπιμότητός της καὶ μόνον ἀφύπνισιν ὀρέξεων διοικητικῆς πρωταρχίας, ἐκκλησιαστικῶς τόσον ταπεινῶν, μαρτυρεῖ.

 

 3.- Ἀλλὰ καὶ τὸ σπουδαιότερον : γίνεται ἐπίκλησις τῆς ἀνάγκης ἐφαρμογῆς τῶν ἐν τῇ Πράξει τοῦ 1928 ὁριζομένων ὡς κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἀποσιωπᾶται ἄλλος ἐκκλησιαστικὸς κανών, ὑπερτέρας μάλιστα αὐθεντίας, αὐτὸς τοῦ Μεγάλου Πατριάρχου Φωτίου, εἰς τὴν κατὰ τὸ ἔτος 861, ἐπ’εὐκαιρίᾳ τῆς εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως ἀναρρήσεώς του, ἀπάντησίν του πρὸς τὸν Πάπαν τῆς Ρώμης Νικόλαον Α΄, κατὰ τὴν ὁποίαν «τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ μάλιστά γε τὰ περὶ τῶν ἐνοριῶν δίκαια ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις καὶ διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εἴωθεν», ὅτι δηλαδὴ τὰ ἐκκλησιαστικὰ συμμεταβάλλονται μὲ τὰς ἐδαφικὰς μεταβολὰς τῶν κρατῶν. Πρᾶγμα, ἄλλωστε, τὸ ὁποῖον καὶ ἀπετέλεσε τὴν ἐπὶ αἰῶνας κρατήσασαν ἐκκλησιαστικὴν πρακτικήν.  Ἔτσι καὶ ὑπήχθη χάρις εἰς τὴν Εἰκονομαχίαν τὸ «Ἰλλυρικόν», δηλαδὴ ἡ Βαλκανικὴ χερσόνησος, εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῷ προηγουμένως ἀνῆκεν εἰς τὴν Παπικὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης, καὶ ἀνέκυψαν καὶ αἱ κατὰ κράτη αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι καὶ ἔχομεν αὐτοδιοικούμενα τὰ Πατριαρχεῖα Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Ἰβηρίας (Γεωργίας), Βουλγαρίας καὶ τὰς Ἀρχιεπισκοπὰς  Κύπρου (αὐτοκέφαλον ἤδη διὰ τοῦ Η΄ κανόνος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 431, ἤτοι κατὰ 1500 καὶ πλέον χρόνια πρὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Κυπριακοῦ κράτους !), Ἑλλάδος, Πολωνίας καὶ Ἀλβανίας. Καὶ διὰ νὰ ἔλθωμεν εἰς προσφάτους χρόνους, ἔχομεν ἐπίσης τὸ παράδειγμα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῶν Βαλτικῶν χωρῶν, αἱ ὁποῖαι μετὰ τὴν ἐθνικήν των ἀπελευθέρωσιν ἀπὸ τοῦ σοβιετικοῦ ζυγοῦ ἀπεσπάσθησαν καὶ ἀπὸ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας, καὶ ὑπήχθησαν εἰς αὐτὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γεγονός, τὸ ὁποῖον καὶ προεκάλεσε τὰς γνωστὰς μεταξὺ τῶν δύο Πατριαρχείων τριβάς. Ἢ ἀκόμη, καὶ τὸ παράδειγμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σκοπίων, ἡ ὁποία, ὑπηρετοῦσα τὸν πολιτικὸν σκοπὸν ἑδραιώσεως τοῦ θνησιγενοῦς ψευδομακεδονικοῦ κρατιδίου, ἀνεκήρυξε μονομερῶς τὴν ἀπόσπασίν της ἀπὸ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Σερβίας καὶ αὐτοανηγορεύθη εἰς αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν. Φέρεται δὲ δυστυχῶς, ὅτι τὴν ἀποσχιστικὴν αὐτὴν ἐνέργειαν ὑπέθαλψε καὶ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, διαπραγματευόμενον, ὡς ἐγράφη εἰς τὸν τύπον χωρὶς νὰ διαψευσθῇ, τὴν ἀναγνώρισιν τῆς ἀποσχίσεως μὲ ὑπαγωγὴν τῆς «Μακεδονικῆς» Ἐκκλησίας εἰς αὐτό∙ δηλαδὴ ὅτι, χάριν φιλάρχων φιλοδοξιῶν ἐπεκτάσεως τῆς διοικητικῆς του δικαιοδοσίας, ἀποδέχεται τὴν κραυγαλέαν πλαστογράφησιν τῆς Ἱστορίας καί, ἐμπλεκόμενον ἔτσι εἰς σκοτεινὰς πολιτικὰς ἐπιδιώξεις ἀλλοφύλων ἐθνικοῦ καὶ ἐδαφικοῦ μας ἀκρωτηριασμοῦ, πλήττει οὐσιαστικῶς ζωτικώτατα συμφέροντα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Παρὰ τοὺς κατὰ καιροὺς ἀφορισμούς, ἀορίστους καὶ αὐτούς, τοῦ Προκαθημένου του περὶ τοῦ «Γένους ἡμῶν» !

 

4.- Ἔτσι καὶ ἀπὸ τὰ πράγματα καταδεικνύεται, παρὰ τὰ ἀντιθέτως ἀκρίτως λεγόμενα, πόσον ὀρθὴ καὶ ἐθνωφελὴς ὑπῆρξεν ἡ εὐθὺς μετὰ τὴν ἐθνικὴν ἀπελευθέρωσιν διὰ τοῦ βασιλικοῦ διατάγματος τοῦ 1833 «διακήρυξις περὶ τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας», ἔργον τοῦ ἐκ τῶν Ἀντιβασιλέων ἀειμνήστου Γεωργίου-Λουδοβίκου Μάουρερ καὶ τοῦ λογίου κληρικοῦ Θεοκλήτου Φαρμακίδου, μὲ ὁμόθυμον σημειωτέον συναίνεσιν τοῦ συνόλου τῶν Ἀρχιερέων. Διότι, ἐὰν δὲν ὑπῆρχεν ἡ αὐτοκεφαλία της, ἡ ὁποία τελικῶς ἀνεγνωρίσθη καὶ ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διὰ τοῦ Πατριαρχικοῦ καὶ Συνοδικοῦ Τόμου τῆς 28ης Ἰουνίου 1850, ἡ Ἐκκλησία μας δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ συμπαρασταθῇ καὶ δὲν θὰ ηὐλόγει τὰ ὅπλα μας κατὰ τὴν ἀκολουθήσασαν ἀπελευθερωτικὴν χωρῶν Ἑλληνικῶν (Ἠπείρου, Μακεδονίας, Θράκης, νήσων) ἐξόρμησιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Θὰ ἐκινδύνευε τοὐναντίον ὁ ἀπελευθερωτικὸς ἐκεῖνος ἀγὼν νὰ ἀφορισθῇ ὑπὸ τοῦ, εἰς τὴν ὀθωμανικὴν ἁρπάγην διατελοῦντος, Πατριάρχου, ὅπως ἄλλωστε εἶχε γίνει μὲ τὸν ἀφορισμὸν τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821, καὶ ὀνομαστικῶς τῶν πρωτεργατῶν της Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντου   καὶ Ἡγεμόνος τῆς Μολδαβίας Μιχαὴλ Σούτσου, ὑπὸ τοῦ, ἀκολούθως μαρτυρήσαντος, Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄, καὶ μάλιστα ὄχι διὰ μιᾶς, ἀλλὰ δι’ ἕξ ἐγκυκλίων καὶ συστατικῶν ἐπιστολῶν του, ἐκ τῶν ὁποίων καὶ ἀπηυθύνθησαν, κυκλοφορηθεῖσαι μάλιστα διὰ τὴν εὐρυτέραν διάδοσίν των εἰς ἔντυπον μορφήν, δημοσιευόμεναι δὲ καὶ εἰς ἐφημερίδας καὶ περιοδικά, δύο πρὸς τὸν Μητροπολίτην Μολδαβίας καὶ Ἔξαρχον Πλαγηνῶν Βενιαμὶν καὶ τοὺς ἄρχοντας, πραγματευτὰς καὶ ἁπαξάπαντας Χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς,τρίτη (συνυπογραφομένη ἐκτὸς τῶν 21 συνοδικῶν Ἀρχιερέων καὶ ἀπὸ τὸν Ἱεροσολύμων Πολύκαρπον) πρὸς τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ κάθε βαθμοῦ κληρικοὺς καὶ μοναχοὺς τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου, τετάρτη πρὸς τὸν Τριπόλεως καὶ Ἀμυκλῶν Δανιήλ, πέμπτη πρὸς τὸν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸν καὶ ἕκτη πρὸς τὸν Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ.

 

5.- Καὶ δὲν ἐπρόκειτο περὶ μεμονωμένης ἐθνικῆς τοῦ Πατριαρχείου ἀπρεπείας. Διότι δυστυχῶς καὶ ἡ πρὸ τῆς ἐθνεγερσίας τοῦ 1821 πολιτεία του ὑπῆρξε παρομοία : ἐξαπέστελλεν ἐγκυκλίους πρὸς τοὺς Ἕλληνας ὑποδούλους, διὰ τῶν ὁποίων τοὺς ἐζήτει, νὰ ἀποκηρύξουν κάθε ἐπαναστατικὸν κίνημα καὶ τοὺς προέτρεπε, ἐὰν τυχὸν εἶχον ἐξεγερθῆ, νὰ καταθέσουν τὰ ὅπλα, καὶ νὰ δηλώσουν πλήρη καὶ δουλικὴν ὑποταγὴν καὶ εὐπείθειαν εἰς τὴν «θεόθεν Βασιλείαν» τοῦ Τούρκου Σουλτάνου, διότι «πᾶς ὁ ἀντιτασσόμενος αὐτῇ τῇ θεόθεν ἐφ’ ἡμᾶς τεταγμένῃ κραταιᾷ Βασιλείᾳ, τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν» ! Ἔτσι τοιούτου περιεχομένου ἐγκύκλιοι εἶναι ἤδη γνωσταί, τρεῖς τοῦ Πατριάρχου Προκοπίου Α΄ τοῦ Ριζομάντου (τῶν ἐτῶν 1787, 1788 καὶ μία ἀχρονολόγητος), τρεῖς τοῦ Πατριάρχου Νεοφύτου Ζ΄ (τῶν ἐτῶν 1789 καὶ 1799), μία τοῦ Πατριάρχου Καλλινίκου Δ΄ (τοῦ ἔτους 1801). Ἂς σημειωθῇ δὲ ὅτι παρόμοια, περὶ δουλικῆς ὑποταγῆς εἰς τὸν Τοῦρκον Σουλτᾶνον, γράμματα εἶχον ἀπευθύνει οἱ δύο τελευταῖοι πρὸ τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 Πατριάρχαι Νεόφυτος Ζ΄ καὶ Καλλίνικος Δ΄ εὐθὺς μὲ τὴν ἄνοδόν των εἰς τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον ! ...

 Ἀλλὰ καὶ ὁ, διάδοχος τοῦ φρικτῶς μαρτυρήσαντος Γρηγορίου τοῦ Ε΄, Πατριάρχης Εὐγένιος Β΄, σημειωτέον Βούλγαρος τὴν καταγωγὴν καὶ «σχεδὸν ἀγράμματος, ἀλλὰ τολμηρὸς καὶ θρασὺς εἰς τὸ λέγειν», κατηγορηθεὶς καὶ διὰ κατάδοσιν θυμάτων πρὸς τοὺς Τούρκους, δι’ ἐπανειλημμένων ἐγκυκλίων του πρὸς τοὺς ἀγωνιζομένους διὰ τὴν ἐλευθερίαν των Ἕλληνας ( τρεῖς ἀπὸ Αὐγούστου 1821 ἕως καὶ Ἰανουαρίου 1822 εἶναι γνωσταί), τοὺς καλεῖ νὰ μετανοήσουν καὶ δηλώσουν δουλικὴν ὑποταγὴν καὶ εὐπείθειαν πρὸς τὸν Τοῦρκον Σουλτᾶνον, καὶ ἐναντίον τῶν ἀμετανοήτων ἐκτοξεύει ἀπειλὰς κατὰ τῆς ζωῆς, τῆς περιουσίας, τῆς οἰκογενείας καὶ τῆς πατρίδος των, καὶ κυρώσεις χωρὶς ἔλεος, ποὺ θὰ τοὺς ἐπιβάλῃ ὁ Ὀθωμανὸς κυρίαρχος, ἐνῷ θὰ τοὺς τιμωρήσῃ ἀμειλίκτως καὶ ὁ Θεός !

Καὶ τό φρικτότερον : καὶ μετὰ τὴν λῆξιν τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος καὶ τὴν δημιουργίαν τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους ἡ πρὸς τὸν Τοῦρκον δυνάστην δουλικότης τοῦ Πατριαρχείου ἔφθασε μέχρι τοῦ ἀπιστεύτου σημείου, ὁ τότε Πατριάρχης Ἀγαθάγγελος Α΄ μὲ ἐγκύκλιόν του τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ 1828 νὰ καλέσῃ τοὺς κατοίκους τῆς Πελοποννήσου καὶ τῶν ἀπελευθερωθεισῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου Πελάγους, νὰ μετανοήσουν, νὰ δηλώσουν ὑποταγὴν εἰς τὸν Σουλτᾶνον καὶ νὰ ἐπανέλθουν ὑπὸ τὸν Ὀθωμανικὸν ζυγόν ! Πατριαρχικὴ δὲ ἀντιπροσωπεία, εἰδικῶς ἐλθοῦσα, ἐπέδωσε τὸ αἴτημα αὐτὸ ἰδιοχείρως καὶ εἰς τὸν ἀείμνηστον Κυβερνήτην τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννην Καποδίστριαν, ὁ ὁποῖος φυσικὰ καὶ εὐθέως ἀπέρριψε τὴν ἐξωφρενικὴν καὶ ἀντεθνικὴν αὐτὴν Πατριαρχικὴν νουθεσίαν καὶ ἔκκλησιν πρὸς ἐθελοδουλείαν ( περὶ ὅλων τῶν ἀνωτέρω βλέπε τὴν ἐξαιρετικῶς τεκμηριωμένην καὶ ἐνδιαφέρουσαν μελέτην τοῦ Καθηγητοῦ Δημητρίου Σοφιανοῦ «Ἐγκύκλιοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Εὐγενίου Β΄ περὶ δουλικῆς ὑποταγῆς τῶν Ἑλλήνων στὸν Ὀθωμανὸ κατακτητή», εἰς τὸν Β΄ τόμον τοῦ Δελτίου τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης τῆς Ἱστορίας τοῦ Νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, Ἀθήνα, 2000, σελ. 19 ἑπ., ὅπου καὶ τὰ κείμενα τῶν Πατριαρχικῶν ἐγκυκλίων καὶ τῆς ἀπαντήσεως τοῦ Καποδιστρίου).

 

6.- Μὲ τοιαύτην Πατριαρχικὴν πολιτείαν μόνον ὑπερτάτη ἐθνικὴ εὐγνωμοσύνη πρέπει νὰ ὀφείλεται εἰς τὴν Βαυαρικὴν Ἀντιβασιλείαν καὶ τοὺς ἀοιδίμους ἐκείνους ἄνδρας, οἱ ὁποῖοι ἀνεκήρυξαν τὸ Αὐτοκέφαλον τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Διότι διαφορετικά, ἂς ἐπαναληφθῇ, ἡ ἀκολουθήσασα ἀπελευθερωτικὴ ἐξόρμησις τοῦ Ἑλληνισμοῦ θὰ εὕρισκε ρητῶς ἀντιμέτωπον καὶ τὸ Πατριαρχεῖον, τὸ ὁποῖον ἡ αὐτοκεφαλία οὐσιαστικῶς εὐηργέτησε, διότι τὸ ἐξήγαγεν ἐκ τῆς δεινῆς του θέσεως, νὰ γίνεται ἑκάστοτε ἐκφραστὴς ἀνθελληνικῶν παραινέσεων καὶ εὐτελὴς συνεργάτης τῶν Τούρκων ! 

Καὶ ὄχι μόνον τότε. Καὶ ὁ κατὰ τὸν β΄ παγκόσμιον πόλεμον ἐπικὸς ἀγὼν τῆς Ἑλλάδος, λόγῳ τῆς κατ’ αὐτὸν οὐδετερότητος τῆς Τουρκίας, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ διεξαχθῇ μὲ συμπαρισταμένην τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν, ἐὰν δὲν ὑπῆρχεν ἡ αὐτοκεφαλία της. Καὶ ἀκόμη : οὔτε ὁ θρυλικὸς ἀπελευθερωτικὸς ἀγὼν τῆς Ε.Ο.Κ.Α. τῶν Κυπρίων ἀδελφῶν μας θὰ ἠδύνατο νὰ ἔχῃ πρωτεύουσαν τὴν συμμετοχὴν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ἐὰν αὐτὴ δὲν ἦτο ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως.

 

7.- Ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν διάγει ἡμέρας χαρωπάς. Καὶ τὰ προβλήματά του, ἰδιαιτέρως ἐπὶ τῶν ἐθνικῶν μας θεμάτων, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐπιβαρύνωνται περισσότερον. Οὔτε ἀντέχει διχασμούς, ὅπως οἱ ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου ἀπειλούμενοι. Διότι, ἐάν, ὅπως λέγεται, ἐπιδιώκεται τελικῶς, πρὸς ὑπηρέτησιν πολιτικῶν σκοπῶν, ἡ καθαίρεσις τοῦ προκαθημένου τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, ἐὰν ἐμμείνῃ εἰς τὴν ἄνευ ἐγκρίσεως τοῦ Πατριαρχείου ἐκλογὴν τῶν Ἀρχιερέων εἰς τὰς χηρευούσας τώρα Μητροπόλεις Θεσσαλονίκης καὶ Ἐλευθερουπόλεως, διὰ μεθοδεύσεως συγκλήσεως τῆς λεγομένης Μείζονος καὶ Ὑπερτελοῦς Συνόδου, τότε δὲν ἀποκλείεται εἰς παροξυσμὸν ἐκκλησιαστικῆς κρίσεως καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νὰ ἀνταποδώσῃ τὰ ἴσα, προβαίνουσα καὶ αὐτὴ εἰς καθαίρεσιν τοῦ Πατριάρχου, ὅπως ἄλλωστε ἔπραξεν αὕτη τὸν Νοέμβριον τοῦ 1921, εἰς ἐποχὴν φρικτοῦ ἐθνικοῦ διχασμοῦ, προοιμίου ἐθνικῆς καταστροφῆς, μὲ τὴν καθαίρεσιν τοῦ νεοεκλεγέντος τότε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη!

Ἂς ἀρκεσθῇ τὸ Πατριαρχεῖον εἰς τὸν σεβασμόν του ὡς ἐκκλησιαστικοῦ θεσμοῦ καὶ τὴν κοινῶς, ἀπὸ ὅλους, ἀποδεκτὴν ἐκκλησιαστικὴν (δογματικὴν) αὐθεντίαν του ἐπὶ τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑλληνισμοῦ, τὴν ὁποίαν καὶ συνταγματικῶς κατωχύρωσε τὸ νεοελληνικόν μας Κράτος. Καὶ ἂς παύσῃ νὰ ὑπηρετῇ καὶ πολιτικοὺς σκοπούς, ἀδιάφορον ἂν ἐνσυνειδήτως ἢ ὄχι, μὲ ἀνθελληνικὰ ἐνεργήματά του∙ τὰ ὁποῖα καὶ ἐπληθύνθησαν κατὰ τοὺς τελευταίους καιρούς, ὅπως : μὲ τὴν ἀντικατάστασιν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης διὰ τῆς ἀγγλικῆς κατὰ τὴν λειτουργίαν εἰς τάς, εἰς αὐτὸ ὑπαγομένας, Ἑλληνικὰς Ἐκκλησίας τῆς Ἀμερικῆς, ἤδη ἐπὶ Ἀρχιερατείας Ἰακώβου - μὲ τὴν διάσπασιν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς διὰ τῆς ἀναδείξεως τῶν κατὰ τόπους Ἐπισκόπων της εἰς Μητροπολίτας, εἰς τρόπον ὥστε νὰ στερηθῇ πλέον ἡ ἐκεῖ Ὁμογένεια τῆς, χάριν τῶν συμφερόντων τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἑνιαίας ἐκπροσωπήσεώς της καὶ νὰ ἀπολέσῃ ἔτσι κάθε δυνατότητα ἀποτελεσματικῆς παρεμβάσεώς της - ἀκόμη μὲ τὴν μεθοδευθεῖσαν ἐξαναγκαστικὴν παραίτησιν, μόλις μετὰ τριετίαν ἀρχιερατείας, τοῦ ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ Πατριαρχείου ἐπιλεγέντος, ὡς διαδόχου τοῦ, ἐπίσης ἐξαναγκασθέντος εἰς παραίτησιν, Ἰακώβου, Ἀρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος, ὅταν οὗτος, μὲ τὴν ὁμόθυμον συμπαράστασιν τῆς Ὁμογενείας, μεθοδικῶς ἐπεδίωξε τὴν ἐπανελληνοποίησιν πραγμάτων καὶ δραστηριοτήτων τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς [τεκμηριωμένην εἰκόνα τῶν σχετικῶν μεσαιωνικῶν ραδιουργιῶν δίδει τὀ βιβλίον τῆς Ἰουστίνης Φραγκούλη-Ἀργύρη «Ἡ μοναξιὰ ἑνὸς ἀσυμβίβαστου, Σπυρίδων, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς 1996-1999» (Ἀθῆναι, Ἑξάντας, 2000)] ∙ - μὲ τὰ πρόσφατα διχαστικὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Αὐστραλίας ἐνεργήματά του, προκαλέσαντα καὶ τὴν ρῆξιν του μὲ τὸν ἐκεῖ Ἀρχιεπίσκοπον ∙ - μὲ τὴν πρὸ ἐτῶν ἐκπαραθύρωσιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θυατείρων καὶ Μεγάλης Βρεταννίας ἐπιφανοῦς λογίου Μεθοδίου, κλπ., κλπ.-

  

 8.- Ἂς γίνῃ ἐπὶ τέλους συνείδησις ὅλων, ὅτι, ἰδιαιτέρως κατὰ τοὺς σημερινοὺς ὄχι αἰθρίους καιροὺς ἐνωρχηστρωμένης ἐπιβουλῆς εἰς βάρος τῆς ἐθνικῆς καὶ ἐδαφικῆς μας ἀκεραιότητος καὶ ἀνεξαρτησίας, ἐπιβάλλεται καὶ ἡ Ἑλλάς, ὅπως ὅλαι αἱ γειτονικαὶ μας χῶραι ἀνέκαθεν ἔχουν, νὰ ἔχῃ καὶ αὐτὴ καὶ διοικητικῶς ἑνιαίαν Ἐκκλησίαν καὶ ὄχι νὰ ἀνασύρωνται εἰς τὴν ἐπιφάνειαν διχαστικὰ φαντάσματα τοῦ παρελθόντος. Νὰ εἶναι δηλαδὴ καὶ ἀπὸ τῆς πλευρᾶς αὐτῆς ἐθνικῶς συσπειρωμένη καὶ ὄχι τὸ ἥμισυ σχεδὸν τῶν Μητροπόλεών της νὰ ὑπάγεται διοικητικῶς εἰς πρόσωπα μὴ ἔχοντα τὴν Ἑλληνικὴν ἰθαγένειαν, διατελοῦντα θεσμικῶς ὑπὸ τὴν ἐποπτείαν τοῦ τούρκου Νομάρχου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ! Αὐτὸ τὸ ἀρνοῦνται ὅσοι συνειδητοὶ Ἕλληνες...

Καὶ ἀκόμη : ὑπὸ τὸ συνταγματικῶς κρατοῦν εἰς τὴν Ἑλλάδα σύστημα τῆς νόμῳ κρατούσης Πολιτείας εἶναι ἀμφίβολον, ἐὰν εἶναι ἐπιτρεπτὴ ἡ διοικητικὴ ὑπαγωγὴ ἐκκλησιαστικῶν περιοχῶν τῆς Ἑλληνικῆς ἐπικρατείας εἰς θεσμοὺς ἐκτὸς αὐτῆς καὶ οὕτως εἰς διοικητικὴν ἐποπτείαν ἄλλου Κράτους. Διότι, ἐπὶ τέλους, ὁ κρατικὸς προϋπολογισμὸς τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἀσυγχώρητον νὰ δαπανᾷ διὰ θεσμούς, ἔστω ἐκκλησιαστικούς, ὑπαγομένους ὑπὸ ξένην διοικητικὴν ἐποπτείαν. Ἀλλέως, ὡς μόνη διέξοδος ἀπομένει ὁ χωρισμὸς Ἐκκλησίας καὶ Κράτους, ἀνταποκρινόμενος ἄλλωστε καὶ πρὸς τὰ αἰτήματα τῶν καιρῶν, μὲ ὅλας τὰς ἐξ αὐτοῦ συνεπείας. Ἐὰν αὐτὸ τελικῶς ἐπιδιώκεται, ἂς τὸ συνειδητοποιήσουν οἱ πάντες, κυρίως οἱ ἐκ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν ἀγοραίως πολυπραγμονοῦντες καὶ σπουδαρχοῦντες.

 

9.- Ἐλευθέρου ἀνδρὸς τὰ ἀληθῆ λέγειν, ἔστω μὲ πόνον ψυχῆς. Μὲ τοιοῦτον γνώμονα κατεστρώθησαν καὶ αἱ προηγηθεῖσαι σκέψεις. Ἂς ὑπομνησθῇ : ἀπὸ ἄνθρωπον μὲ ἀληθῆ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν πίστιν∙ ὁ ὁποῖος καὶ ὡς Πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας, χωρὶς προηγούμενον, πρῶτος αὐτός, ἀλλὰ οὔτε καὶ συνέχειαν, ἐπανειλημμένως ἐξῇρε δημοσίως τὴν συμβολὴν τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν συντήρησιν τῆς ἐθνικῆς μας κοινότητος. Ἀλλὰ καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι πρῶτον Ἕλλην καὶ ὕστερα ὅ,τι δήποτε ἄλλο. Καὶ αὐτονοήτως, προτάσσει τὰ συμφέροντα τῆς κατατρεγμένης ἐθνικῆς μας κοινότητος ἔναντι πάντων. Καὶ φυσικά, ἔναντι εὐτελῶν ἐπιδιώξεων διοικητικῆς πρωταρχίας κενοδόξων ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, ἐφ’ ὅσον αὐταί, πολιτικὸν σκοπὸν ὑπηρετοῦσαι, καταφανῶς βλάπτουν τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸν Ἑλληνισμόν.-

Χρῆστος Α. Σαρτζετάκης,

Νέα Πεντέλη, 8η Ὀκτωβρίου 2003.